Tuesday, November 08, 2011

Εκφοβισμός

Πηγή: Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ, εκδ. Λιβάνη.

Όταν Αμερικανοί πράκτορες απήγαγαν τον Καναδό πολίτη Μάχερ Αράρ από το αεροδρόμιο Τζον Κένεντι το 2002 και τον μετέφεραν στη Συρία στο πλαίσιο του προγράμματος «έκτακτης έκδοσης», οι ανακριτές του χρησιμοποίησαν μια δοκιμασμένη τεχνική βασανισμού. «Μέ κάθισαν σε μια καρέκλα και ένας άντρας άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις. […] Αν δεν απαντούσα αρκετά γρήγορα, μου έδειχνε μια μεταλλική καρέκλα στη γωνία και με ρώταγε: «Θέλεις να τη χρησιμοποιήσω;». […] Είχα τρομοκρατηθεί, δεν ήθελα να με βασανίσουν. Θα μπορούσα να πω οτιδήποτε για να αποφύγω τα βασανιστήρια». Η τεχνική αυτή είναι γνωστή ως «επίδειξη των εργαλείων» - ή, στην αμερικανική στρατιωτική ιδιόλεκτο, «εκφοβισμός». Οι βασανιστές γνωρίζουν ότι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα τους είναι η φαντασία του ίδιου του κρατούμενου: Συχνά η απλή επίδειξη των οργάνων του φόβου είναι πιο αποτελεσματική από τη χρησιμοποίησή τους.

Καθώς πλησίαζε η μέρα της εισβολής, τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ επιστρατεύτηκαν από το Πεντάγωνο στο πλαίσιο της επιχείρησης «εκφοβισμού» του Ιράκ. «Την αποκαλούν ημέρα-Α», άρχιζε ένα ρεπορτάζ στην εκπομπή CBS News που μεταδόθηκε δύο μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου. « ‘Α’ επειδή οι αεροπορικές επιδρομές θα είναι τόσο καταστροφικές, ώστε να αφήσουν τους στρατιώτες του Σαντάμ ανίκανους ή απρόθυμους να πολεμήσουν». Στη συνέχεια ο Χάρλαν Ούλμαν, ένας από τους συντάκτες του Shock and Awe, εξηγούσε στους τηλεθεατές ότι «υπάρχει ένα ταυτόχρονο αποτέλεσμα, παρόμοιο με εκείνο της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, για το οποίο όμως δεν απαιτούνται μέρες ή βδομάδες, αλλά μόνο μερικά λεπτά». Ο παρουσιαστής Νταν Ράδερ έκλεινε την εκπομπή με μια δήλωση αποποίησης ευθύνης: «Σας διαβεβαιώνουμε ότι αυτό το ρεπορτάζ δεν περιέχει πληροφορίες που το Υπουργείο Άμυνας θεωρεί ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ». Θα μπορούσε να είχε προσθέσει κάτι ακόμα: Το ρεπορτάζ αυτό, όπως και τόσα άλλα εκείνης της περιόδου, αποτελούσε αναπόσταστο τμήμα της στρατηγικής εκφοβισμού του Υπουργείου Άμυνας.

Οι Ιρακινοί, που πληροφορούνταν αυτές τις τρομακτικές ειδήσεις μέσω πειρατικών δορυφορικών δίσκων ή από τα τηλεφωνήματα συγγενών τους στο εξωτερικό, ζούσαν επί μήνες αναλογιζόμενοι τη φρίκη του δόγματος «Σοκ και Δέος». Ακόμα και η ίδια η φράση «Σοκ και Δέος» μετατράπηκε σε ένα παντοδύναμο ψυχολογικό όπλο. Ο πόλεμος θα ήταν χειρότερος από εκείνον του 1991; Αν οι Αμερικανοί πίστευαν ότι ο Σαντάμ διέθετε όντως όπλα μαζικής καταστροφής, θα εξαπέλυαν πυρηνική επίθεση;

Μια απάντηση δόθηκε τη βδομάδαα πριν από την εισβολή. Το Πεντάγωνο κάλεσε τους δημοσιογράφους του στρατιωτικού ρεπορτάζ στη βάση Έγκλιν της πολεμικής αεροπορίας στη Φλόριντα προκειμένου να παρακολουθήσουν τη δοκιμή μιας βόμβας MOAB, αρχικά που επισήμως αντιστοιχούν στην ονομασία Massive Ordnance Air Blast (Πολεμικό Υλικό Μαζικής Εναέριας Έκρηξης), αλλά όλοι στις ένοπλες δυνάμεις την αποκαλούν “Mother of All Bombs” (Μητέρα Όλων των Βομβών). Βάρους δέκα χιλιάδων κιλών, είναι η μεγαλύτερη μη πυρηνική βόμβα που έχει κατασκευαστεί ποτέ και, σύμφωνα με τα λόγια του δημοσιογράφου Τζέιμι Μακιντάιρ του CNN, είναι ικανή να δημιουργήσει «ένα ύψους εφτά χιλιάδων μέτρων σύννεφο σε σχήμα μανιταριού, που σου δημιουργεί την αίσθηση μανιταριού πυρηνικού όπλου».


Στο ρεπορτάζ του ο Μακιντάιρ ανέφερε ότι, ακόμα κι αν δε χρησιμοποιούνταν ποτέ, η ίδια η ύπαρξη της βόμβας «αποτελούσε ένα ψυχολογικό πλήγμα» - εμμέσως παραδεχόμενος το ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζε ο ίδιος στην επίτευξη αυτού του ψυχολογικού πλήγματος. Σαν να ήταν κρατούμενοι σε ανακριτικά κελιά, γινόταν στους Ιρακινούς επίδειξη των οργάνων του φόβου. «Ο στόχος είναι να καταστούν τόσο σαφείς και ξεκάθαρες οι δυνατότητες της συμμαχίας, ώστε να υπάρχει ένα τεράστιο αντικίνητρο στη βούληση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων να πολεμήσουν», εξήγησε ο Ράμσφελντ στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή.

Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι κάτοικοι της Βαγδάτης υποβλήθηκαν σε μια μαζική αποστέρηση των αισθήσεών τους. Το ένα μετά το άλλο, τα αισθητήρια όργανα της πόλης σταμάτησαν να λειτουργούν, με πρώτο από όλα τα αφτιά.

Τη νύχτα της 28ης Μαρτίου 2003, και ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα πλησίαζαν στη Βαγδάτη, το Υπουργείο Επικοινωνιών βομβαρδίστηκε και έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το ίδιο συνέβη και σε τέσσερα τηλεφωνικά κέντρα της Βαγδάτης, που δέχτηκαν ισχυρές βόμβες καταστροφής υπόγειων εγκαταστάσεων, με συνέπεια να νεκρώσουν εκατομμύρια τηλέφωνα σε ολόκληρη την πόλη. η στοχοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων (δώδεκα συνολικά) συνεχίστηκε, μέχρι που στις 2 Απριλίου σχεδόν κανένα τηλέφωνο να μη λειτουργεί πλέον στη Βαγδάτη.* Κατά τη διάρκεια των ίδιων επιθέσεων χτυπήθηκαν και ραδιοτηλεοπτικοί αναμεταδότες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Βαγδάτης, που ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, να μην έχουν καμία πληροφόρηση για το τι συνέβαινε έξω από τις πόρτες τους.

Πολλοί Ιρακινοί έχουν δηλώσει ότι από όλες τις αεροπορικές επιθέσεις αυτές που διέλυσαν το τηλεφωνικό τους δίκτυο είχαν το μεγαλύτερο ψυχολογικό αντίκτυπο. Το ότι άκουγαν και αισθάνονταν να πέφτουν παντού γύρω τους βόμβες, σε συνδυασμό με το ότι δεν μπορούσαν να τηλεφωνήσουν για να μάθουν αν οι αγαπημένοι τους ήταν ζωντανοί ή για να καθησυχάσουν τους τρομοκρατημένους συγγενείς τους στο εξωτερικό, ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης. Κάτοικοι της Βαγδάτης ικέτευαν τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους να τους επιτρέψουν να χρησιμοποιήσουν για μερικά λεπτά τα δορυφορικά τους τηλέφωνα ή τους έδιναν χαρτάκια με τηλεφωνικούς αριθμούς παρακαλώντας τους να τηλεφωνήσουν στον αδερφό ή στο θείο τους που ζούσε στο Λονδίνο ή στη Βαλτιμόρη. «Πείτε του ότι όλα είναι εντάξει. πείτε του ότι η μητέρα του και ο πατέρας του είναι καλά. πείτε του να μην ανησυχεί». Μέχρι τότε τα περισσότερα φαρμακεία της Βαγδάτης είχαν ξεπουλήσει όσα υπνωτικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα είχαν, και στην πόλη δεν υπήρχε Vallium ούτε για δείγμα.

Ακολούθησαν τα μάτια. «Δεν έγινε κάποια εκκωφαντική έκρηξη, ούτε υπήρξε κάποια ευδιάκριτη μεταβολή στο πρόγραμμα των μεταμεσονύχτιων αεροπορικών βομβαρδισμών. Όμως μέσα σε μια στιγμή μια ολόκληρη πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων βυθίστηκε σε μια τρομακτική, ατέλειωτη νύχτα», έγραφε ο Guardian στις 4 Απριλίου. Το σκοτάδι «διακοπτόταν μόνο από τους προβολείς των διερχόμενων αυτοκινήτων». Παγιδευμένοι μέσα στα σπίτια τους, οι κάτοικοι της Βαγδάτης δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή να μάθουν τι συνέβαινε έξω. Σαν ένας κρατούμενος που μεταφέρεται σε κάποια μυστική φυλακή της CIA, ολόκληρη η πόλη ήταν αλυσοδεμένη και με μια κουκούλα στο κεφάλι. Και στη συνέχεια την έγδυσαν.

Αντικείμενα παρηγοριάς

Το πρώτο στάδιο βασανισμού προκειμένου να σπάσει ένας ανακρινόμενος είναι να του αφαιρέσουν τα ρούχα του και οτιδήποτε έχει τη δύναμη να τον κάνει να διατηρεί την αυτοεκτίμησή του – τα λεγόμενα «μεταβατικά αντικείμενα» ή «αντικείμενα παρηγοριάς». Συχνά βεβηλώνονται αντικείμενα που έχουν ιδιαίτερη αξία για τον κρατούμενο, όπως το Κοράνι ή μια φωτογραφία αγαπημένων του προσώπων. Το μήνυμα προς τον κρατούμενο είναι: «Δεν είσαι τίποτα, είσαι αυτός που θέλουμε εμείς να είσαι». Δηλαδή, σου στερούμε την ουσία της ανθρώπινης φύσης. Οι Ιρακινοί υποβλήθηκαν συλλογικά σε αυτή τη διαδικασία, βλέποντας τους πιο σημαντικούς θεσμούς τους να ευτελίζονται, την ιστορία τους να φορτώνεται σε καμιόνια και να εξαφανίζεται. Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν βαθιές πληγές στο Ιράκ, όμως ήταν κυρίως οι λεηλασίες, τις οποίες δεν εμπόδισαν τα στρατεύματα κατοχής, που λύγισαν την ψυχή της χώρας.

«Οι εκατοντάδες λαφυραγωγοί που έσπασαν πανάρχαια αγγεία, απογύμνωσαν γυάλινες προθήκες και άρπαξαν χρυσά αντικείμενα και άλλες αρχαιότητες από το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στην ουσία λεηλάτησαν τα αρχεία της πρώτης ανθρώπινης κοινωνίας», έγραψαν οι Los Angeles Times. «Χάθηκε το 80% από τα 170.000 ανεκτίμητα αντικείμενα του μουσείου». Η Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία υπήρχαν αντίτυπα όλων των βιβλίων και των διδακτορικών διατριβών που είχαν δημοσιευτεί στο Ιράκ, μετατράπηκε σε ερείπια. Εικονογραφημένα Κοράνια ηλικίας χιλίων ετών εξαφανίστηκαν από το Μουσείο Θρησκευτικών Υποθέσεων, από το οποίο απέμεινε μόνο το καμένο εξωτερικό κέλυφος. «Η εθνική μας κληρονομιά χάθηκε», δήλωσε ένας καθηγητής λυκείου στη Βαγδάτη. Ένας έμπορος είπε ότι το μουσείο «ήταν η ψυχή του Ιράκ. Αν δεν επιστραφούν στο μουσείο οι λεηλατημένοι θησαυροί, θα νιώθω πάντα ότι μου έκλεψαν ένα μέρος της ψυχής μου». Ο Μακγουάιρ Γκίμπσον, καθηγητής αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, χαρακτήρισε τη λεηλασία «ένα είδος λοβοτομής. Η βαθιά μνήμη μιας ολόκληρης κουλτούρας, μιας κουλτούρας που συνεχιζόταν για χιλιάδες χρόνια, αφαιρέθηκε».

Χάρη κυρίως στις προσπάθειες κληρικών που οργάνωσαν αποστολές σωτηρίας εν μέσω της λεηλασίας, ανακτήθηκε ένα μέρος των τεχνουργημάτων. Όμως πολλοί Ιρακινοί ήταν – και εξακολουθούν να είναι – πεπεισμένοι ότι η λοβοτομή ήταν εσκεμμένη, ότι αποτελούσε τμήμα του σχεδίου της Ουάσιγκτον να εξαλείψει ένα ισχυρό και με βαθιές ρίζες έθνος και να το αντικαταστήσει με ένα δικό της μοντέλο. «Η Βαγδάτη είναι η μητέρα της αραβικής κουλτούρας, και θέλουν να σβήσουν την κουλτούρα μας», δήλωσε ο εβδομηντάχρονος Αχμέντ Αμπντουλάχ στη Washington Post.

Όπως έσπευσαν να επισημάνουν οι σχεδιαστές του πολέμου, οι λεηλασίες έγιναν από Ιρακινούς και όχι από ξένους στρατιώτες. Και είναι αλήθεια ότι ο Ράμσφελντ δεν είχε σχεδιάσει τη λαφυραγώγηση του Ιράκ, όμως δεν πήρε μέτρα για να την αποτρέψει ή για να τη σταματήσει όταν άρχισε. Πρόκειται για μια αποτυχία που δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε απλή παράλειψη.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλπου δεκατρία ιρακινά μουσεία δέχτηκαν επιθέσεις από λαφυραγωγούς. Άρα υπήρχε κάθε λόγος να αναμένεται ότι η φτώχεια, η οργή για το παλαιό καθεστώς και η γενική ατμόσφαιρα του χάους θα παρακινούσαν μερικούς Ιρακινούς να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο (ιδίως δεδομένου του γεγονότος ότι ο Σαντάμ είχε εκκενώσει τις φυλακές αρκετούς μήνες πριν). Κορυφαίοι αρχαιολόγοι είχαν προειδοποιήσει το Πεντάγωνο ότι έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο προστασίας των μουσείων και των βιβλιοθηκών, ενώ στις 26 Μαρτίου αυτό έστειλε ένα μνημόνιο στη συμμαχική διοίκηση στο οποίο αναφέρονταν «κατά σειρά προτεραιότητας, δεκαέξι σημεία της Βαγδάτης που η προστασία τους είχε καθοριστική σημασία». Το μουσείο βρισκόταν στη δεύτερη θέση του καταλόγου. Άλλοι είχαν προειδοποιήσει τον Ράμσφελντ να στείλει μαζί με τα στρατεύματα μια διεθνή αστυνομική δύναμη για να διατηρήσει τη δημόσια τάξη – μια ακόμα υπόδειξη που αγνοήθηκε.

Ωστόσο, ακόμα και χωρίς την παρουσία μιας αστυνομικής δύναμης, υπήρχαν αρκετοί Αμερικανοί στρατιώτες στη Βαγδάτη ώστε να αναλάβουν τη φύλαξη των σημαντικών πολιτισμικών μνημείων, κάτι που δεν έγινε. υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες κάθονταν αμέριμνοι στα τεθωρακισμένα οχήματά τους και παρακολουθούσαν τα φορτωμένα με λάφυρα φορτηγά να φεύγουν – μια αντανάκλαση της στάσης αδιαφορίας του ίδιου του Ράμσφελντ. Μερικές αμερικανικές στρατιωτικές μονάδες πήραν μόνες τους την πρωτοβουλία να σταματήσουν τις λεηλασίες, όμως υπήρξαν και περιπτώσεις που Αμερικανοί στρατιώτες συμμετείχαν σε αυτές. Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Βαγδάτης μετρατράπηκε σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο από Αμερικανούς στρατιώτες οι οποίοι, σύμφωνα με το Time, έσπασαν έπιπλα και στη συνέχεια προχώρησαν στα πολιτικά αεριωθούμενα στο διάδρομο προσγείωσης: «Αμερικανοί στρατιώτες που αναζητούσαν αναπαυτικά καθίσματα και σουβενίρ κατέστρεψαν τον εξοπλισμό των αεροπλάνων, έσκισαν καθίσματα, προξένησαν ζημιές στα πιλοτήρια και έσπασαν όλα τα παράθυρα». Το αποτέλεσμα ήταν να υποστεί ζημιές ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων η εθνική αεροπορική εταιρεία του Ιράκ – η οποία ήταν ένα από τα πρώτα περιουσιακά στοιχεία που εκποιήθηκαν όταν ξεκίνησαν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Το ελάχιστο επίσημο ενδιαφέρον για να σταματήσουν οι λεηλασίες αποκαλύπτεται από τις δηλώσεις δύο αντρών που διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην κατοχή του Ιράκ: του Πίτερ Μακφέρσον, του βασικού οικονομικού συμβούλου του Πολ Μπρέμερ, και του Τζον Αγκρέστο, του υπεύθυνου για την αναδόμηση της ανώτατης εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο Μακφέρσον είπε ότι, όταν είδε Ιρακινούς να λαφυραγωγούν την κρατική περιουσία (αυτοκίνητα, λεωφορεία, στρατιωτικό εξοπλισμό), δεν ενοχλήθηκε. Καθώς ήταν ο βασικός οικονομολόγος που θα εφάρμοζε τη θεραπεία-σοκ στο Ιράκ, η αποστολή του ήταν να περιορίσει ριζικά το κράτος και να πουλήσει τα περιουσιακά του στοιχεία, κάτι που σήμαινε ότι οι λαφυραγωγοί του έδιναν ένα καλό σημείο εκκίνησης. «Θεωρούσα ότι ήταν ένα είδος φυσικού τρόπου ιδιωτικοποίησης το να αποκτά κανείς την κυριότητα ενός κρατικού οχήματος ή να οδηγεί ένα φορτηγό που ανήκε στο κράτος, πίστευα ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα», δήλωσε ο Μακφέρσον. Βετεράνος γραφειοκράτης της κυβέρνησης Ρέιγκαν και ένθερμος θιασώτης των οικονομικών της Σχολής του Σικάγου, ο Μακφέρσον αντιμετωπίζει τις λεηλασίες ως μια μορφή «συρρίκνωσης» του δημόσιου τομέα.

Αλλά και ο Τζον Αγκρέστο είδε τη λεηλασία της Βαγδάτης, την οποία παρακολούθησε στην τηλεόραση, ως μια χρυσή ευκαιρία. Οραματιζόταν την αποστολή του («μια ανεπανάληπτη περιπέτεια») ως αναδημιουργία από το μηδέν του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης του Ιράκ. Υπό αυτό το πρίσμα, η απογύμνωση των πανεπιστημίων και του Υπουργείου Παιδείας πρόσφερε, όπως εξήγησε, «τη δυνατότητα για μια καινούρια αρχή», εξασφαλίζοντας την ευκαιρία να αποκτήσουν οι σχολές του Ιράκ «τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό». Αν η αποστολή ήταν «η δημιουργία ενός έθνους», όπως τόσοι πολλοί πίστευαν, τότε ό,τι είχε απομείνει από την παλαιά χώρα αποτελούσε εμπόδιο. Ο Αγκρέστο είχε διατελέσει πρόεδρος του Κολεγίου Σεντ Τζον του Νιου Μέξικο, το οποίο ειδικεύεται στη μελέτη των Μεγάλων Κειμένων. Όπως δήλωσε ο ίδιος, παρότι δε γνώριζε τίποτα για το Ιράκ, απέφυγε να διαβάσει βιβλία για τη χώρα πριν πάει εκεί, ώστε να φτάσει «με όσο το δυνατόν περισσότερο ανοιχτό μυαλό». Όπως και τα κολέγια του Ιράκ, ο Αγκρέστο θα ήταν κι αυτός μια «άγραφη σελίδα».

Αν είχε διαβάσει ένα ή δύο βιβλία, θα είχε ενδεχομένως σκεφτεί περισσότερο το κατά πόσο ήταν αναγκαίο να διαγράψει τα πάντα και να αρχίσει από το μηδέν. Για παράδειγμα, θα είχε πληροφορηθεί ότι, προτού οι κυρώσεις στραγγαλίσουν τη χώρα, το Ιράκ είχε το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στην περιοχή, με το μεγαλύτερο ποσοστό εγγράμματων στον αραβικό κόσμο (το 1985 το 89% των Ιρακινών γνώριζαν ανάγνωση και γραφή). Αντίθετα, στην Πολιτεία του Νιου Μέξικο, που είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγκρέστο, το 46% των κατοίκων είναι λειτουργικά αναλφάβητοι, ενώ το 20% είναι ανίκανοι «να κάνουν βασικές μαθηματικές πράξεις για να υπολογίσουν το σύνολο σε μια απόδειξη πωλήσεων». Ωστόσο ο Αγκρέστο ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό πεπεισμένος για την ανωτερότητα των αμερικανικών συστημάτων, ώστε αδυνατούσε να φανταστεί ότι οι Ιρακινοί ήθελαν να προστατέψουν και να διασώσουν την κουλτούρα τους και ότι θα βίωναν την καταστροφή της ως μια εφιαλτική απώλεια.

Αυτή η νεοαποικιακή τύφλωση είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Στην αμερικανική φυλακή που βρίσκεται στον κόλπο του Γκουαντάναμο υπάρχει ένας χώρος που είναι γνωστός ως «η καλύβα της αγάπης». Πηγαίνουν τους κρατούμενος εκεί μόνο όταν οι δεσμοφύλακές τους αποφασίσουν ότι δεν είναι εχθρικοί μαχητές και ότι θα πρέπει να αποφυλακιστούν. Μέσα στην «καλύβα της αγάπης» επιτρέπεται στους κρατούμενους να παρακολουθούν ταινίες του Χόλιγουντ και τους ταϊζουν ανθυγιεινά αμερικανικά φαγητά. Ο Ασίφ Ικμπάλ, ένας από τους τρεις Βρετανούς κρατούμενους που έγιναν γνωστοί ως «οι Τρεις του Τίπτον», βρέθηκε πολλές φορές εκεί προτού επιστρέψει μαζί με τους δύο φίλους του στην πατρίδα του. «Παρακολουθούσαμε DVD, τρώγαμε McDonalds και Pizza Hut και, κυρίως, κρυώναμε. [...] Δεν ήμασταν αλυσοδεμένοι σε εκείνον το χώρο. [...] Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο φέρονταν έτσι σε μας. Την υπόλοιπη βδομάδα ήμασταν κλεισμένοι στα κελιά μας. [...] Την τελευταία Κυριακή πριν επιστρέψουμε στην Αγγλία ο Λέσλι (ένας αξιωματούχος του FBI) μας έφερε πατατάκια Pringles, παγωτά και σοκολάτες». Ο φίλος του Ρουχέλ Αχμέντ υπέθετε ότι η ιδιαίτερη μεταχείριση «οφειλόταν στο γεγονός ότι ήξεραν πως είχαν χάσει το χρόνο τους βασανίζοντάς μας επί δυόμισι χρόνια και ήλπιζαν ότι θα το ξεχνούσαμε».

Ο Αχμέντ και ο Ικμπάλ είχαν συλληφθεί από άντρες της Βόρειας Συμμαχίας όταν είχαν πάει στο Αφγανιστάν για να παρευρεθούν σε ένα γάμο. Τους είχαν δείρει, τους είχαν κάνει ενέσεις με άγνωστα φάρμακα, τους είχαν υποχρεώσει να στέκονται σε άβολες στάσεις επί ώρες, τους στερούσαν τον ύπνο, τους είχαν ξυρίσει δια της βίας και για είκοσι εννέα μήνες δεν τους αναγνώριζαν κανένα νομικό δικαίωμα. Ωστόσο υποτίθεται ότι θα έπρεπε να τα «ξεχάσουν» όλα αυτά μπροστά στη δελεαστική εικόνα των Pringles. Αυτό ήταν το σχέδιο.

Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά το σχέδιο της Ουάσινγκτον για το Ιράκ ήταν το ίδιο, σε γενικές γραμμές: τρομοκράτηση και κλονισμός μιας ολόκληρης χώρας, εσκεμμένη καταστροφή των υποδομών της, καμία προσπάθεια να εμποδιστεί η λεηλασία της κουλτούρας και της ιστορίας της και, τέλος, η ελπίδα ότι όλα θα διορθώνονταν μέσω των απεριόριστων αποθεμάτων φτηνών οικιακών συσκευών και ανθυγιεινών αμερικανικών φαγητών. Στο Ιράκ ο κύκλος της εξάλειψης ενός πολιτισμού και της αντικατάστασής του με ένα νέο μοντέλο δεν ήταν κάτι θεωρητικό. Άρχισε να υλοποιείται μέσα σε λιγες βδομάδες.

Ο Πολ Μπρέμερ, που διορίστηκε από τον Μπους επικεφαλής των κατοχικών Αρχών στο Ιράκ, έχει παραδεχτεί ότι, όταν έφτασε στη Βαγδάτη, οι λεηλασίες συνεχίζονταν και η τάξη δεν είχε αποκατασταθεί. «Καθώς πήγαινα από το αεροδρόμιο στο κέντρο της πόλης, η Βαγδάτη ήταν κυριολεκτικά παραδομένη στις φλόγες. [...] Κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Πουθενά δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Η παραγωγή πετρελαίου είχε σταματήσει. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε ένας αστυνομικός». Παρ’ όλα αυτά, η λύση που προέκριναε ο Μπρέμερ για να αντιμετωπιστεί η κρίση ήταν η πλήρης απελευθέρωση των εισαγωγών: χωρίς δασμούς, χωρίς τέλη, χωρίς ελέγχους, χωρίς φόρους. Δύο βδομάδες μετά την άφιξή του ο Μπρέμερ ανήγγειλε ότι τα σύνορα του Ιράκ «είναι ανοιχτά για τους επιχειρηματίες». Μέσα σε μία νύχτα το Ιράκ μετατράπηκε από μια από τις πιο απομονωμένες χώρες στον κόσμο, η οποία δεν μπορούσε να πραγματοποιεί ούτε τις πιο στοιχειώδεις εμπορικές συναλλαγές εξαιτίας των αυστηρών κυρώσεων του ΟΗΕ, στην πλέον ανοιχτή αγορά που υπήρχε οπουδήποτε.

Ενώ τα βαρυφορτωμένα φορτηγά μετέφεραν τα κλοπιμαία στους επίδοξους αγοραστές στην Ιορδανία, στη Συρία και στο Ιράν, από την αντίθετη κατεύθυνση έρχονταν φάλλαγες από νταλίκες που μετέφεραν κινεζικές τηλεοράσεις, χολιγουντιανές ταινίες σε DVD και ιορδανικούς δορυφορικούς δίσκους και τα ξεφότρωναν στα πεζοδρόμια της συνοικίας Καράντα της Βαγδάτης. Ενώ μια κουλτούρα παραδινόταν στις φλόγες και απογυμνωνόταν, μια άλλη, προσυσκευασμένη κουλτούρα εισέβαλλε για να την αντικαταστήσει.

Μια από τις αμερικανικές εταιρείες που καραδοκούσαν για να εκμεταλλευτούν αυτό το πείραμα επέκτασης του καπιταλισμού σε νέα εδάφη ήταν η New Bridge Strategies, την οποία είχε ιδρύσει ο Τζο Όλμποου, ο διορισμένος από τον Μπους πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Διαχείρισης Έκτακτων Καταστάσεων. Υποσχόταν ότι, χάρη στις υψηλού επιπέδου πολιτικές διασυνδέσεις της, μπορούσε να βοηθήσει τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες να αποκτήσουν ένα κομμάτι από την πίτα στο Ιράκ. «Η απόκτηση των δικαιωμάτων διανομής των προϊόντων της Procter & Gamble θα είναι ένα χρυσωρυχείο», είχε δηλώσει κατενθουσιασμένος ένας από τους μεγαλομετόχους της εταιρείας. «Ένα καλά εφοδιασμένο 7-Eleven μπορεί να κλείσει τριάντα ιρακινά καταστήματα. Ένα πολυκατάστημα Wal-Mart μπορεί να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα».

Όπως και οι κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο που μεταφέρονταν στην «καλύβα της αγάπης», οι Ιρακινοί θα εξαγοράζονταν με Pringles και με την ποπ κουλτούρα – αυτή τουλάχιστον ήταν η θεμελιώδης ιδέα του μεταπολεμικού σχεδίου της κυβέρνησης Μπους.

* Η επίσημη δικαιολογία για την ολοκληρωτική καταστροφή του τηλεφωνικού δικτύου της Βαγδάτης ήταν ότι με αυτό τον τρόπο ο Σαντάμ δε θα είχε πλέον τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τις επίλεκτες ειδικές δυνάμεις του. Όμως μετά τον πόλεμο Αμερκανοί ανακριτές «συνομίλησαν» με υψηλόβαθμους Ιρακινούς αιχμαλώτους και ανακάλυψαν ότι για πολλά χρόνια πριν από τον πόλεμο ο Σαντάμ πίστευε πως κατάσκοποι προσπαθούσαν να εντοπίσουν πού βρισκόταν μέσω των τηλεφωνημάτων του, και για αυτόν το λόγο είχε χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο μόνο δύο φορές τα προηγούμενα δεκατρία χρόνια. Ως συνήθως, ήταν περιττές οι αξιόπιστες πληροφορίες. Η Bechtel θα αμειβόταν πλουσιοπάροχα για να κατασκευάσει ένα νέο τηλεφωνικό δίκτυο.

Φωτογραφία: Say NO to Violence by Jukubu