Tuesday, June 05, 2007

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

Η οικολογία, που ετυμολογικά προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «οίκος» και «λόγος», σημαίνει «λόγος» για την κατοικία (οίκος) και μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στους οργανισμούς και το περιβάλλον τους. Το 1886, ο E. Haeckel (1834-1919), όρισε την οικολογία σαν τη διδασκαλία της οικονομίας της φύσης, όρος που αναφέρεται και στο συγγραφικό έργο του C. Linne (1707-1778). Ο Bernardin de St. Pierre (1737-1814), χρησιμοποιώντας την έννοια της «φυσικής αρμονίας», διέκρινε τις σχέσεις αλληλοεξάρτησης φυτών, ζώων, ανθρώπου και ανόργανου περιβάλλοντος και πρόσεξε τις καταστρεπτικές συνέπειες που μπορεί να έχουν στη φυσική αρμονία οι ανθρώπινες επεμβάσεις. Πέρα, όμως, από την ιδέα της φυσικής αρμονίας, σημαντικότατη για την ενότητα της φύσης και την οικολογία υπήρξε η ιδέα της «αλυσίδας», κατά την οποία όλα τα στοιχεία της φύσης (φυτά, ζώα και ανόργανα υλικά) είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αν καταστραφεί ένα μέλος, η αλυσίδα σπάει και η φυσική αρμονία χάνεται. Γι’αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να συμπεριφέρεται στα άλλα μέλη του συνόλου-αλυσίδας, με τέτοιο τρόπο που η αλυσίδα να μην καταστρέφεται σε κανένα σημείο της. Η ιδέα αυτή πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του A. Pope (1688-1744), Βρετανού εκπροσώπου του λογοτεχνικού κλασικισμού. Ο Pope ασχολήθηκε με τη θέση του ανθρώπου στη φύση και στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας την έννοια της «αλυσίδας των όντων». Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε η εικόνα του δικτύου (πλέγματος) από τον Donati, το 1745, για την παράσταση των οικολογικών διασυνδέσεων. Κατά τον Lamarck (1744-1829), πρόδρομο της εξελικτικής θεωρίας και οπαδό της «αλυσίδας των όντων», κανένα είδος δεν εξαφανιζόταν χωρίς την ανθρώπινη επέμβαση. Ο Liet, όμως, μεταγενέστερος παλαιοντολόγος, δέχεται ότι η εξαφάνιση ορισμένων ειδών οφείλεται αποκλειστικά σε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της γης, όπως είναι η αλλαγή του κλίματος. Την ίδια θέση πήρε και ο Owen (1804-1892), χωρίς να αρνηθεί μια περιορισμένη επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα. Και ο βιολόγος Huxley δέχτηκε ανθρώπινες αιτίες στην εξαφάνιση ορισμένων ειδών, θεωρώντας τες όμως μηδαμινές για τα είδη που ζούσαν στη θάλασσα, επειδή πίστευε στην αυτορρύθμιση της φύσης. Οι επεμβάσεις όμως του ανθρώπου στη φύση και οι συνέπειές τους στην αρμονία της, απασχόλησαν σοβαρά και τον C. Fraas που παρατήρησε επιστημονικά τη διαφορά ανάμεσα στην οργιαστική φύση της αρχαίας Ελλάδας και στα απογυμνωμένα ασβεστολικά εδάφη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, λόγω της καταστροφής των δασών, των αποψιλώσεων και των καλλιεργητικών πρακτικών. Ο Liebig (1803-1873) έγινε γνωστός από τον οικολογικό νόμο του
«ελαχίστου» και τις απόψεις του για τις μεθόδους των καλλιεργειών μέσω της γεωπονικής χημείας. Οι μέθοδοι αυτές ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου, αλλά και εκμεταλλεύονται στυγνά τη φύση, χρησιμοποιώντας, π.χ., την ελάχιστη δυνατή ποσότητα του λιπάσματος για την παραγωγή της μέγιστης παραγωγής προϊόντων. Ο K. Marx (1818-1883) ασχολήθηκε με την οικολογική προβληματική που διέπει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση στην καπιταλιστική κοινωνία και διέκρινε όχι μόνο τη στυγνή εκμετάλλευση της φύσης του Liebig, αλλά και την εκμετάλλευση του ανθρώπου μέσω της γεωργίας και της βιομηχανίας. Ο Schultz (1967) εννοεί την οικολογία σαν μελέτη του τρόπου με τον οποίο συναρμολογείται ο κόσμος, ενώ ο R. Dajor (1970) την ορίζει ως μελέτη των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την επιβίωση των οργανισμών και των κάθε είδους αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σ’αυτούς και το περιβάλλον τους.

Επιστρέφοντας στις θέσεις του Haeckel, που βασίστηκαν στις ιδέες του Darwin για τη φυσική επιλογή και στις φυσικοφιλοσοφικές θεωρίες της εποχής εκείνης, θεωρούμε τη φυσική οικολογία σαν τη μελέτη των σχέσεων των οργανισμών με το εξωτερικό τους περιβάλλον, καθώς και των προϋποθέσεων ύπαρξης των οργανισμών. Οι ανόργανες προϋποθέσεις είναι το κλίμα (φως, θερμοκρασία, υγρασία, βροχή), οι ανόργανες τροφές, η σύσταση του εδάφους κ.α., ενώ οι οργανικές προϋποθέσεις διέπονται από το σύνολο των σχέσεων των οργανισμών με τους άλλους οργανισμούς. Οι αμοιβαίες και πολύπλοκες αυτές σχέσεις αλληλεξάρτησης των οργανισμών επηρεάζουν τη διαμόρφωση και την προσαρμογή των ειδών περισσότερο απ΄ ό,τι οι ανόργανες προϋποθέσεις, όπως είχε τονίσει και ο Darwin. Καθοριστικός παράγοντας αυτής της συνεχούς διαμόρφωσης και προσαρμογής είναι και ο ανταγωνισμός των οργανισμών ενός είδους για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων επιβίωσης. Όσο πιο όμοιοι είναι οι οργανισμοί, τόσο πιο όμοιες είναι οι ανάγκες τους και τόσο πιο «άγριος» ο ανταγωνισμός τους. Όπως αναφέρει ο Haeckel στο σημαντικότατο έργο του «Γενική μορφολογία των οργανισμών», για να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα και τη σημασία που έχει ο αγώνας για την επιβίωση και τη διαμόρφωση όλης την οργανικής ύλης, δεν πρέπει να απομονώσουμε τις επιμέρους μορφές της ζωής για να τις μελετήσουμε ξεχωριστά, όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι βιολόγοι σήμερα. Αντίθετα, πρέπει να τις μελετούμε στο σύνολό τους και να συγκρίνουμε τις αλληλεπιδράσεις τους. Αν θέλουμε να αναγνωρίσουμε στον αγώνα για επιβίωση την «αρχή» που ασκεί αναγκαστικά φυσική επιλογή, πρέπει να ερευνήσουμε, μέσα στην ίδια τη φύση, τις ατέλειωτα περιπλεγμένες αλληλεπιδράσεις των διαφόρων μορφών ζωής και το διαρκή ανταγωνισμό όλων των ατόμων, μελετώντας πολυ προσεχτικά τα δεδομένα των πειραμάτων μας. Επειδή, όμως, οι περισσότεροι ζωολόγοι και βοτανολόγοι δεν αποδέχονται την προϋπόθεση αυτή, επιδίδονται στη μελέτη καθενός αντικειμένου ξεχωριστά και παραμελούν τη συνθετική μελέτη της φύσης. Ο K. Mobius (1825-1905), ζωολόγος της θάλασσας, ταξιδεύοντας στη Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία, για να ερευνήσει τις πιθανότητες τεχνητής καλλιέργειας στρειδιών, αναγνώρισε την ισχυρή αλληλεπίδραση ανάμεσα στους οργανισμούς της αποικίας των στρειδιών, εισάγοντας τον καινούργιο όρο «βιοκοινότητα». Αργότερα, ο όρος διευρύνθηκε και εφαρμόστηκε από το δάσκαλο Junge (1832-1905). Ο Junge είχε απογοητευθεί από τη διδασκαλία της «φυσικής ιστορίας», που χαρακτηριζόταν από την απλή παράθεση ονομάτων, κατηγοριών, ειδών κλπ. Ψάχνοντας, λοιπόν, νέες διδακτικές μεθόδους, χρησιμοποίησε ως «βιοκοινότητα» του Mobius τη λίμνη και τα ποτάμια του χωριού του. Σ’ ένα βιβλίο 300 σελίδων με τίτλο «Η λιμνούλα του χωριού σαν βιοκοινότητα για τους δασκάλους», ο Junge περιγράφει τις παιδαγωγικές του θέσεις για τη διδασκαλία της φυσικής ιστορίας. Η έννοια της βιοκοινότητας δίνει στους μαθητές τη δυνατότητα ν’αντιληφθούν τη ζωή σαν ένα οργανικό σύνολο, συνεκτιμώντας τις έννοιες της παραγωγικότητας της γης, τον αγώνα για την επιβίωση και κυρίως την αλληλεπίδραση των οργανισμών. Με τη μελέτη των βιοκοινοτήτων – γράφει – περιορίζουμε την έκταση των ερευνών μας, δίνοντας πραγματικές γνώσεις για τη φύση και όχι κάποιες αποσπασματικές έννοιες, εξοικειώνοντας, επιπρόσθετα, το μαθητή με την ιδέα μας πανανθρώπινης κοινότητας. Αργότερα, ο Dahl (1856-1930), διευρύνοντας τον όρο της βιοκοινότητας, συμπεριέλαβε στα οικολογικά συστήματα, πέρα από τις βιοκοινότητες, και το ανόργανο περιβάλλον, μεταφέροντας την έννοια της βιοκοινότητας από το υδρόβιο περιβάλλον στη στεριά. Επίσης, παρατηρώντας και το ρόλο του ανόργανου αβιοτικού περιβάλλοντος, εισήγαγε την έννοια του «βιότοπου». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι από τότε είχε παρατηρηθεί πως οι οργανισμοί ενός είδους (πληθυσμός) που κατοικούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή μαζί με πληθυσμούς άλλων ειδών, αποτελούν μια βιοκοινότητα και ότι τα μέλη της βρίσκονται σε άμεση αλληλεξάρτηση, συγκατοικώντας σε μια συγκεκριμένη περιοχή (βιότοπος).

Θεμελιώδης οικολογική έννοια είναι, ακόμη και σήμερα, η έννοια του οικοσυστήματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1935 από το Βρετανό οικολόγο Tansley (1871-1955). Με τον όρο αυτό, ο Tansley εννοούσε σύνολα που περιείχαν όχι μόνο βιοκοινότητες, αλλά και τους ανόργανους φυσικούς παράγοντες (κλίμα, έδαφος) που διαμορφώνουν τα οικολογικά συστήματα. Το 1942, ο Lindemann το όρισε αυστηρότερα σαν ένα σύστημα που αποτελείται από φυσικές – χημικές – βιολογικές διεργασίες, οι οποίες ενεργούν μέσα σε μια ενότητα χώρου και χρόνου ποικίλου μεγέθους. Οι αναφορές αυτές στα οικοσυστήματα, πέρα από την αμοιβαιότητα ανάμεσα στους ζωντανούς και μη παράγοντες του συστήματος, προδίνουν πολλές φορές μια απροσδιόριστη ως προς τα όριά της έννοια που, ανάλογα με το ερευνητικό μας ενδιαφέρον, μπορεί να εκτείνεται από μια σταγόνα υγρού με πρωτόζωα, μέχρι ολόκληρο τον πλανήτη μας (βιόσφαιρα). Γι’ αυτό, εκείνο που μπορεί να γίνει, είναι να οριστεί το
οικοσύστημα σαν
ένα θεμελιώδες δυναμικό σύνολο, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα φυσικών, χημικών, βιολογικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, που εξασφαλίζει την παρουσία μιας βιοκοινότητας σ’έναβιότοπο. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από μια τέτοια χρήση και μεταφορά
ενέργειας, που οδηγεί σε ορισμένες τροφικές σχέσεις, σε ποικιλότητα, σε ανταλλαγή και ανακύκλωση υλικών ανάμεσα στα έμβια και άβια μέρη του. Πρωταρχική για το οικοσύστημα είναι και η έννοια της παραγωγικότητας, που αποτελεί την αύξηση της μάζας των παραγωγών (φυτών) σε ορισμένο χρονικό διάστημα και η οποία προέρχεται από το σύνολο των φωτοσυνθετικών και χημειοσυνθετικών λειτουργιών, με τις οποίες διανέμεται ενέργεια σ’ένα οικολογικό σύστημα. Συγγενική με την έννοια αυτή είναι και η συνολική βιομάζα, που είναι το βάρος των ζωντανών οργανισμών που υπάρχει σε μια βιοκοινότητα τη στιγμή που το μετρούμε.

Και όλα αυτά, γιατί η γη είναι ένα δυναμικό σύστημα στο οποίο ρέει ενέργεια και τα στοιχεία της τροφής συνεχώς ανακυκλώνονται. Το οικοσύστημα απαιτεί, λοιπόν, ενεργειακές δαπάνες για τη διατήρηση, οργάνωση και επιβίωση των βιοκοινωνιών. Η μόνη, όμως, εξωτερικά προσφερόμενη ενέργεια στον πλανήτη μας είναι η ηλιακή και η δέσμευσή της πετυχαίνεται από τα πράσινα φυτά, το φυτοπλαγκτόν και τα φύκια, που όλα μαζί αποτελούν τους πρωτογενείς παραγωγούς. Παράλληλα, υπάρχουν και άλλοι μικροοργανισμοί, που δεσμεύουν άζωτο για να κατασκευάσουν αζωτούχες ενώσεις οι οποίες αποτελούν τους δομικούς λίθους των πρωτεϊνών για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο. Οι παραγωγοί αποτελούν ενεργειακή πηγή για τα φυτοφάγα ζώα (πρωτογενείς καταναλωτές), οι καταναλωτές αυτοί με τη σειρά τους είναι η τροφή των σαρκοφάγων ζώων (δευτερογενείς καταναλωτές), κ.ο.κ.

Έτσι, παρατηρείται μια τροφική αλυσιδωτή σειρά ανάμεσα στους οργανισμούς με βάση το μετασχηματισμό ύλης και ενέργειας, που τελικά αποτελεί και όρο απαράβατο για τη διατήρηση της ζωής. Οι λειτουργικές αυτές σχέσεις διαταράσσονται όταν εξαφανίζεται ένα ορισμένο είδος μέσω του κυνηγιού, της αλιείας, των πυρκαγιών, του ανταγωνισμού, της ρύπανσης ή όταν αλλάζουν οι κλιματολογικές συνθήκες ή όταν εισάγεται στο οικοσύστημα μια τοξική ουσία. Οι διαταραχές αυτές μπορούν να εξελιχθούν σε οικολογική κρίση μέσα από τη λανθασμένη ιεράρχηση των αναγκών και αξιών της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και την ανθρώπινη μανία για τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η κατάσταση αυτή ενισχύεται και με τις επιπτώσεις της αλόγιστης τεχνολογικής ανάπτυξης (ρύπανση – παρασιτοκτόνα – θόρυβος κ.α.). Ανεξάρτητα ωστόσο από την ιεράρχηση των αιτίων της οικολογικής κρίσης, ευθύνη σοβαρή έχει και η οργάνωση και λειτουργία του παραγωγικού συστήματος, σε συνδυασμό με τις ανάγκες και απαιτήσεις του ανθρώπου για αγαθά που επιθυμεί να καταναλώνει και τα οποία τελικά προσανατολίζουν την τεχνολογική εξέλιξη. Έτσι, η οικολογική κρίση ερμηνεύεται μέσα από μια σύνθετη συνολική θεώρηση, που συνδέει τους υπάρχοντες φυσικούς πόρους, τη διαθέσιμη τεχνολογία, τις πολιτικές και τεχνοοικονομικές δομές, καθώς και τις ψυχοκοινωνικές καταναλωτικές στάσεις, δράσεις και συμπεριφορές.

Ήδη, ο Ε. Odum, στο κλασικό οικολογικό του πόνημα, τονίζει ότι ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, καταστρέφει όλο και περισσότερο τις βιολογικές προϋποθέσεις της ύπαρξής του. Είναι όμως «ετερότροφος» και υπάγεται στους τελευταίους κρίκους της οικολογικής αλυσίδας. Γι’αυτό, εξαρτάται σταθερά από το φυσικό περιβάλλον, παρόλη την τεχνολογική του εξέλιξη. Συνεπώς, και οι μεγάλες πόλεις είναι «παράσιτα» της βιόσφαιρας για τις ζωτικές τους πρώτες ύλες (αέρας, νερό και τροφή). Αλλά και ο B. Commoner διαπιστώνει για τη σχέση τεχνολογίας – περιβάλλοντος ότι, σ’αυτήν σήμερα, δεν ερευνούνται οι αρνητικές επιπτώσεις των τεχνολογικών επιτευγμάτων στο περιβάλλον και ότι, επομένως, η σύγχρονη τεχνολογική ανάπτυξη βρίσκεται σε σχέση ασταθή με τη βιόσφαιρα. Επίσης, το 1968, ο P. Ehrlich, μελετώντας τον ανθρώπινο πληθυσμό, υπερτόνισε το πληθυσμιακό πρόβλημα, προτείνοντας σαν λύση τον έλεγχο των γεννήσεων στον Τρίτο Κόσμο, θεωρώντας ότι το περιβάλλον έχει επηρεαστεί από την ανθρώπινη πληθυσμιακή έκρηξη που κατασπατάλησε τους φυσικούς πόρους.

Η έναρξη, όμως, του οικολογικού κινήματος στην Ευρώπη (1963) συμπίπτει με τη δημοσίευση του βιβλίου της R. Carson «Σιωπηλή Άνοιξη», στο οποίο περιγράφεται η χημική απειλή στο περιβάλλον από τη χρήση των χημικών εντομοκτόνων. Η Carson κατάφερε να διαφωτίσει και να ευαισθητοποιήσει ένα πλατύ κοινό, που μέχρι τότε ήταν αδιάφορο για τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό περιβάλλον.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η Οικολογία, στις διευρυμένες της διαστάσεις, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τη βιολογική, φυσικοχημική οργάνωση και λειτουργία των οργανισμών σε σχέση με το περιβάλλον, αλλά και για την κοινωνικο-οικονομική διάσταση της φύσης. Στην εποχή μας, συνεπώς, η οικολογία προβάλλει αιτήματα, εκπέμπει μηνύματα και απαιτεί υποχρεώσεις και ευθύνες από:

- την πολιτική βούληση

- την κοινή γνώμη και

- τον εκπαιδευτικό κόσμο, αφού η οικολογική εκπαίδευση και η περιβαλλοντική αγωγή με το να διασυνδέει περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολιτισμικά το παιδί με τη φύση, μπορεί «να αλλάξει» τη δράση του και τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας πολίτες με οικολογική συνείδηση και περιβαλλοντική ευθύνη, που είναι αύριο έτοιμοι να δράσουν ή να αντιδράσουν για τη διατήρηση και προστασία των ποιοτικών συνθηκών της ζωής τους.

Γι’ αυτό η οικολογία πέρα από:

- τη γνώση και κατανόηση των θεμελιακών και λειτουργικών αρχών και σχέσεων στη φύση,

- την εκτίμηση των επιδράσεων, συνεπειών και παραγόντων που προσδιορίζουν τη ρύπανση του περιβάλλοντος,

- τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ευθύνης για τη διαμόρφωση και βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών που καθορίζουν το πλαίσιο της ποιότητας της ζωής μας,

οφείλει να είναι συνθήκη αναγκαία για κάθε αναπτυξιακή επιλογή και διαδικασία, που θα καταξιώνεται μέσα από την ορθολογική χρήση και διαχείριση των φυσικών πόρων και την αξιοποίηση των ήπιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, αιολική, υδραυλική, βιομάζα κ.α.).

Εξάλλου, σήμερα, στις αναπτυγμένες κοινωνίες, ο καθαρά τεχνοκρατικός χαρακτήρας της ανάπτυξής τους οδήγησε στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στον τυποποιημένο τρόπο ψυχαγωγίας, στην ανασφάλεια, στο άγχος, στην αλλοτρίωση, στην απανθρωποποίηση της συμπεριφοράς και στην αποξένωση του ανθρώπου. Η κρίση αυτή, τόσο στο περιβάλλον όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις, απορρέει από την κυριαρχία του αλλοιωμένου εξωτερικού φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος (άσφαλτος-μπετόν-κυκλοφοριακή φρενίτιδα-νοθευμένες τροφές-μηχανοποιημένος ρυθμός καθημερινής ζωής-τεχνολογικός αυτοματισμός κ.α.) στα εσωτερικά στοιχεία των ιδιοτήτων και στάσεων της ψυχικής μας ιδιοσύστασης. Αποτέλεσμα είναι η διατάραξη της ανθρώπινης βιο-ψυχολογικής ισορροπίας, η αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού, η καταστροφή της βιολογικής και διαλεκτικής σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, η ανάπτυξη μονοδιάστατων τρόπων σκέψης, ο φόβος, η αποδοχή, η απομόνωση και η παθητικότητα.

Η θεώρηση όλων αυτών των προβλημάτων και φαινομένων της καθημερινής ζωής έχει ευαισθητοποιήσει ένα σύνολο ατόμων, φορέων και οργανισμών, που εναγώνια αναζητούν μέσα, χώρους και εξοπλισμούς δραστηριοποίησης, αθλητικά κέντρα, ψυχαγωγικά και πολιτιστικά στέκια, βιβλιοθήκες κ.α., τα οποία προωθούν την εμπιστοσύνη, αποκαθιστούν την ψυχική ισορροπία, διευκολύνουν την ουσιαστική ζεστή ανθρώπινη επικοινωνία και αξιοποιούν τη δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και τον ελεύθερο χρόνο του.

Ωστόσο, όπως προηγούμενα τονίσαμε, η εξέλιξη της επιστήμης συνοδεύτηκε από λεπτομερειακό κατατεμαχισμό των τομέων της, με περιορισμένο και σαφώς προσδιορισμένο γνωστικό αντικείμενο, που ίσως να ήταν και αναγκαιότητα για τη γνώση των φυσικών, χημικών και βιολογικών φαινομένων. Η τάση αυτή, που συνοδεύτηκε από σημαντικές γνωστικές προόδους, δεν κατάφερε τελικά να ερμηνεύσει ικανοποιητικά και συνολικά τη συγκρότηση του κόσμου. Αυτό που έγινε, ήταν η περιγραφή των φαινομένων και η τελείως αποσπασματική ερμηνεία τους. Γι’αυτό και σήμερα έχουν εμφανιστεί νέες προσεγγίσεις και τάσεις που αποδέχονται το όλον σαν μια νέα αυτόνομη αυθύπαρκτη οντότητα, η οποία δεν αποτελεί το άθροισμα των μερών του.

Η νέα αυτή ολιστική προσέγγιση στη γνώση προέρχεται βασικά από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η μελέτη και η διερεύνηση των πολύπλοκων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά παρουσιάζουν την ιδιαίτερη δυσκολία να επεκτείνονται σε τεράστιες αποστάσεις από το χώρο που εκδηλώνονται και να επηρεάζουν πολύπλευρους τομείς της καθημερινής μας ζωής. Η οικολογία, λοιπόν, προέκυψε από την ολοκληρωμένη σφαιρική σύνδεση και σύνθεση των επιμέρους επιστημονικών τομέων και όχι από τη διάσπαση της επιστημονικής γνώσης, όπως έγινε με τις άλλες αυτόνομες επιστήμες.

Το πρόβλημα όμως για την οικολογία, που παραμένει και στις μέρες μας, είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου της. Έτσι, δεν αποτελεί λύση το να δεχτούμε ότι μελετά μόνο τα ανώτερα επίπεδα οργάνωσης της ζωής (βιοκοινότητες- οικοσυστήματα-πληθυσμοί κ.α.), γιατί, προτείνοντας λύσεις, οφείλει να λάβει υπόψη της στοιχεία από όλες τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες (Ιστορία, Αρχιτεκτονική, Μαθηματικά, Οικονομία, Κοινωνιολογία, Χημεία, Φυσική, Βιολογία, Τεχνολογία, Υγιεινή, Ψυχολογία κ.α.). Εκείνο λοιπόν που μπορούμε να δεχτούμε, είναι ότι η οικολογία αποτελεί σήμερα έναν πολυσύνθετο και πολυδιάστατο κλάδο διεπιστημονικής και πολυεπιστημονικής συνεργασίας, που θεμελιώνει τη στάση του ανθρώπου και της κοινωνίας απέναντι στο φυσικό και τεχνητό ή ανθρωπογενές περιβάλλον. Γι’αυτό και αμφισβητεί και ανασυνθέτει τους κατακερματισμένους στόχους και τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις των άλλων επιστημών και προβάλλει ένα νέο οργανικό και λειτουργικό πρότυπο απεικόνισης της φύσης, ικανό να εμπνεύσει ακόμη και το σχεδιασμό της ανθρώπινης κοινωνίας.

Πηγή: Οικολογική και Περιβαλλοντική αγωγή - Αρτέμη Μ. Αθανασάκη

Δες και:

"Τελειώνει ο χρόνος για την σωτηρία του πλανήτη"

No comments: