Wednesday, April 13, 2011

Η βρεφική ηλικία

Τριών έως έξι μηνών

Ποιος άραγε μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε αρχίζει η συναισθηματική σχέση του βρέφους με τους γονείς του; Ορισμένοι εικάζουν ότι εγκαινιάζεται ήδη από την
περίοδο που το βρέφος βρίσκεται στη μήτρα, καθώς αντιδρά στο άγχος ή στην ηρεμία της μητέρας του. Άλλοι τοποθετούν την αφετηρία της αμέσως μετά τη γέννηση, καθώς οι γονείς ταϊζουν, νανουρίζουν και ηρεμούν το μωρό τους. Άλλοι πάλι υποδεικνύουν την έναρξή της λίγες εβδομάδες μετά τη γέννηση, όταν το μωρό ακτινοβολεί από το πρώτο γνήσιο χαμόγελο που απευθύνει στη μητέρα ή στον πατέρα, αποζημιώνοντάς τους για την ταλαιπωρία και τις νύχτες αγρύπνιας που πέρασαν.

Οι περισσότεροι γονείς θα συμφωνήσουν πάντως ότι η πραγματική απόλαυση αρχίζει από τον τρίτο περίπου μήνα, όταν τα μωρά δείχνουν για πρώτη φορά ενδιαφέρον
για τις διαπροσωπικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι μιλοόυν για το βλέμμα των βρεφών αυτής της ηλικίας, εννοώντας ότι τα μωρά μοιάζουν για πρώτη φορά να κοιτάζουν πραγματικά τους γονείς και να προσηλώνουν το βλέμμα τους. Ένα βρέφος τριών μόλις μηνών μπορεί να μάθει πολλά για την ανάγνωση και την έκφραση των συναισθημάτων μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς, δείχνοντας την ανταπόκριση και την προσοχή τους, μπορούν να ξεκινήσουν τη διαδικασία της συναισθηματικής αγωγής ακόμη και σ’ αυτή την πρώιμη φάση.

Η έρευνα δείχνει ότι οι γονείς κάνουν τα πάντα για να αποσπάσουν και να διατηρήσουν την προσοχή των βρεφών κατά τις πρώτες ανταλλαγές συναισθηματικών πληροφοριών. Χρησιμοποιούν συχνά έναν τύπο ομιλίας που
μιμείται το βρεφικό λόγο και χαρακτηρίζεται από υψηλό τόνο φωνής, αργό και επαναληπτικό ρυθμό και υπερβολικές εκφράσεις του προσώπου. Παρότι αυτή η “μωρουδίστικη” ομιλία φαίνεται αστεία και υπερβολική, οι γονείς τη χρησιμοποιούν για ένα σημαντικό λόγο: επειδή αποδίδει. Τα βρέφη σηκώνουν το κεφάλι και προσέχουν περισσότερο τους γονείς όταν τους βλέπουν και τους ακούν να τους μιλούν με αυτό τον τρόπο.

Οι περισσότεροι γονείς κάνουν επίσης χρήση μιας “πρόσωπο με πρόσωπο”, μη λεκτικής “συνομιλίας” με τα μωρά τους. Αυτή η συνομιλία συνίσταται σε εκ περιτροπής μορφασμούς του προσώπου. Η μητέρα ανασηκώνει τα φρύδια και το ίδιο κάνει και το βρέφος. Το μωρό βγάζει τη γλώσσα και το ίδιο κάνει με τη σειρά της η μητέρα. Ο ένας γουργουρίζει και μουρμουρίζει και ο άλλος μιμείται τους ήχους με τον ίδιο τόνο ή ρυθμό. Η προσοχή των βρεφών καθηλώνεται συνήθως από αυτά τα
παιχνίδια μίμησης, ιδίως αν οι γονείς τους μιμούνται τα μωρά με ελαφρά διαφορετικό τρόπο. Έτσι, αν το μωρό χτυπήσει την κουδουνίστρα του στο πάτωμα τρεις φορές, η μητέρα του μπορεί να επαναλάβει το ρυθμό με τη φωνή της και το μωρό θα την παρακολουθεί μαγεμένο.

Οι μιμητικές αυτές συνομιλίες είναι σημαντικές, γιατί δείχνουν στο παιδί ότι οι γονείς το προσέχουν και ανταποκρίνονται στα συναισθήματά του.
Πρόκειται για την απαρχή της συναισθηματικής επικοινωνίας.

Τα πειράματα που διενεργήθηκαν με μητέρες και τα ηλικίας τριών μηνών βρέφη τους κατέδειξαν την επινοητικότητα και την ικανότητα των μωρών στη
συναισθηματική επικοινωνία. Σε ένα πείραμα που ονομάστηκε “Το Παιχνίδι του Ακίνητου Προσώπου” ο ερευνητής Edward Tronick ζήτησε από τις μητέρες να κοιτάζουν τα μωρά τους αλλά να αντισταθούν στην ανάγκη να κάνουν κινήσεις του προσώπου με τον παιχνιδιάρικο τρόπο που οι γονείς συνηθίζουν. Αντικρίζοντας την απρόσμενη αυτή έλλειψη ανταπόκρισης από τις μητέρες, τα βρέφη επιχείρησαν επανειλημμένα να ξεκινήσουν μόνα τους τη “συζήτηση” δοκιμάζοντας μάταια τη μια έκφραση προσώπου μετά την άλλη. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα βρέφη δοκίμαζαν τέσσερις, κατά μέσο όρο, διαφορετικές στρατηγικές πριν παραιτηθούν από την προσπάθεια. Σε ένα πείραμα, που στόχο είχε να μελετήσει την επίδραση της κατάθλιψης των γονέων σε βρέφη ηλικίας τριών μηνών, ο Tronick ζήτησε από τις μητέρες να προσποιηθούν ότι υποφέρουν από λύπη ή κατάθλιψη. Ακόμη και η παραμικρή αλλαγή της διάθεσης της μητέρας είχε έντονη επίδραση στα βρέφη. Τα μωρά εξέφρασαν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα, έγιναν πιο απόμακρα και έδειξαν λιγότερη ανταπόκριση. Αυτές και άλλες έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και στην ηλικία των τριών μηνών τα βρέφη αναμένουν από τους γονείς τους να συμμετέχουν και να ανταποκρίνονται συναισθηματικά.

Η έρευνα αυτή κατέδειξε με δραματικό τρόπο ότι τα βρέφη δεν αποτελούν το παθητικό σκέλος στη σχέση γονέων-παιδιών, αλλά αντίθετα αναλαμβάνουν έναν
πολύ δραστήριο ρόλο στο κοινωνικό παιχνίδι. Επιδιώκουν τη διέγερση, τη διασκέδαση και τη συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς τους. Τι συμβαίνει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα με τα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν ανταποκρίνονται ή ανταποκρίνονται μόνο με αρνητικό τρόπο; Η ερευνήτρια Tiffany Field, που μελέτησε καταθλιπτικές μητέρες και τα μωρά τους, μας δίνει ορισμένες ανησυχητικές απαντήσεις. Τα βρέφη με καταθλιπτικές μητέρες, λέει, έχουν την τάση να αντανακλούν τη λύπη, τη χαμηλή ενεργητικότητα, την περιορισμένη εμπλοκή, το θυμό και την ευερεθιστότητα της μητέρας τους. Αν η κατάθλιψη της μητέρας διαρκέσει ένα χρόνο ή και περισσότερο, το βρέφος θα αρχίσει να παρουσιάζει μόνιμα σημάδια ψυχικής, βιοσωματικής και νοητικής υστέρησης.

Η περίοδος μεταξύ των τριών και έξι μηνών της ζωής φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμη, υπό την έννοια ότι η κατάθλιψη της μητέρας μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του παιδιού, σύμφωνα πάντοτε με τα
συμπεράσματα της μελέτης της Field. Σε μια σύγκριση μεταξύ δύο ομάδων παιδιών ηλικίας τριών μηνών (το ένα με καταθλιπτικές μητέρες και το άλλο με μη καταθλιπτικές) η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της βρήκαν μικρές διαφορές. Όταν όμως εξέτασαν βρέφη ηλικίας έξι μηνών, διαπίστωσαν ότι αυτά που είχαν καταθλιπτικές μητέρες ήταν λιγότερο εκφραστικά από φωνητική άποψη και βαθμολογούνταν χαμηλότερα σε δοκιμασίες που αξιολογούσαν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Φαίνεται ότι η κατάθλιψη της μητέρας μπορεί να επηρεάσει τις εγκεφαλικές λειτουργίες του βρέφους και να καθορίσει αν ένα συναισθηματικό συμβάν γίνεται αντιληπτό ως αρνητική ή ως θετική εμπειρία. Οι επιστήμονες
καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα εξετάζοντας τα στοιχεία των ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων (εγκεφαλικά κύματα), τα οποία καταδεικνύουν τις διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Η επεξεργασία των αρνητικών αντιδράσεων γίνεται στη μία πλευρά του εγκεφάλου και των θετικών στην άλλη. Με αυτή την τεχνολογία η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Geraldine Dawson παρακολούθησε τις αντιδράσεις βρεφών που έβλεπαν σαπουνόφουσκες να βγαίνουν πίσω από ένα παραβάν. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι τα βρέφη των καταθλιπτικών μητέρων αντιλαμβάνονταν αυτό το μάλλον ουδέτερο συμβάν ως συναισθηματικά αρνητικό.

Παρόλο που η έρευνα αυτή επισημαίνει τις ανησυχητικές συνέπειες που έχει στα βρέφη η έλλευψη ανταπόκρισης και η κατάθλιψη της μητέρας, πρέπει να τονίσουμε
ότι υπάρχει ελπίδα. Περαιτέρω μελέτες στο εργαστήριο της Field έδειξαν ότι τα μωρά των καταθλιπτικών μητέρων παρουσίαζαν σημαντική βελτίωση όταν αλληλεπιδρούσαν με τις βρεφονηπιοκόμους τους στον παιδικό σταθμό καθώς και με τους μη καταθλιπτικούς τους πατέρες. Το αποτέλεσμα αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι που φροντίζουν το παιδί είναι δυνατόν να επηρεάσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συναισθηματική του ανάπτυξη ήδη από μικρή ηλικία.

Καθώς τα βρέφη μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται και να μιμούνται τα συναισθηματικά σήματα που δέχονται από τους γονείς τους, κατακτούν ταυτόχρονα και ένα άλλο αναπτυξιακό “ορόσημο”: την ικανότητα να ρυθμίζουν τη φυσιολογική διέγερση που απορρέει από τις κοινωνικές και συναισθηματικές τους αλληλεπιδράσεις. Πολλοί αναπτυξιακοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι τα βρέφη το πετυχαίνουν αυτό με την εκ περιτροπής σύνδεση και αποσύνδεσή τους από τους άλλους. Τη μια στιγμή στρέφουν την προσοχή τους στους άλλους και ανταποκρίνονται στο παιχνίδι, και την επόμενη στιγμή στρέφουν το βλέμμα σε διαφορετική κατεύθυνση, αγνοώντας τις προσπάθειες των ενηλίκων να τα προσελκύσουν με παιχνίδια και λογάκια. Συχνά οι γονείς αισθάνονται μπερδεμένοι παρατηρώντας πόσο άστατα είναι τα μωρά. Εντούτοις, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα βρέφη αποσυνδέονται γιατί είναι απαραίτητο. Είναι πιθανό να αντιλαμβάνονται την αύξηση του καρδιακού τους ρυθμού και να νιώθουν ότι “πνίγονται”. Επειδή βρίσκονται σε υπερδιέγερση και θέλουν να ηρεμήσουν, αποστρέφουν το βλέμμα και γυρίζουν αλλού το κεφάλι, κάνοντας ό,τι μπορούν για να αποφύγουν την περαιτέρω επαφή. Το μωρό προσπαθεί να μάθει πώς να ηρεμεί.

Όσοι δεν έχουν εμπειρία με παιδιά δεν ξέρουν ότι τα βρέφη χρειάζονται τις δικές τους στιγμές ηρεμίας και “ανάπαυλας”. Έτσι προσπαθούν να τα διεγείρουν με παιχνίδια, ομιλίες και απαλά χτυπήματα. Το βρέφος όμως αισθάνεται δέσμιο. Δεν μπορεί να ζητήσει από το φορτικό του συμπαίκτη να σταματήσει, ούτε μπορεί να πάει σε άλλο δωμάτιο. Δεν έχει ακόμη το συντονισμό και τη δύναμη να κρύψει το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Συνεπώς πρέπει να καταφύγει στην πιο αποτελεσματική και διαρκή άμυνά του: το κλάμα.

Αυτές οι περιπτώσεις “κακού συντονισμού” βρεφών και γονέων είναι πολύ συνηθισμένες. Κάποιοι ερευνητές εκτιμούν ότι οι γονείς αποτυγχάνουν να “διαβάσουν” τα μηνύματα των παιδιών στο 70% των περιπτώσεων. Δεν υπάρχει
όμως λόγος ανησυχίας. Η βρεφική ηλικία είναι μια περίοδος δοκιμών και λαθών, μια περίοδος μάθησης τόσο από την πλευρά των γονέων όσο και από αυτή των παιδιών. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι, εάν οι γονείς συνεχίσουν να δείχνουν στα παιδιά τους ευαισθησία, βαθμιαία η συναισθηματική επικοινωνία θα βελτιώνεται και τα λανθασμένα σήματα θα αραιώνουν.

Η συμβουλή μου λοιπόν στους γονείς που εφαρμόζουν τη συναισθηματική αγωγή είναι να δίνουν προσοχή στις εκάστοτε διαθέσεις του μωρού τους και να ανταποκρίνονται σ’ αυτές. Αν το μωρό σας μοιάζει άξαφνα να μην ενδιαφέρεται για παιχνίδια, ειδικά μετά από ένα διάστημα έντονων αλληλεπιδράσεων, αφήστε το για λίγο στην ησυχία του. Αν το κρατάτε αγκαλιά και του μιλάτε (π.χ. κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συγκέντρωσης) για αρκετή ώρα και ξαφνικά αντιληφθείται ότι δείχνει κουρασμένο, οδηγήστε το σε ένα ήσυχο δωμάτιο, όπου θα μπορέσει να ηρεμήσει από την όλη αναστάτωση. Αν πάλι μοιάζει να έχει αναστατωθεί τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να ηρεμήσει από μόνο του, κάντε εσείς ό,τι περνά από το χέρι σας για να το ηρεμήσετε.

Επαναλαμβάνω ότι αυτή είναι μια διαδικασία δοκιμής και ενδεχόμενων λαθών, καθώς γονείς και βρέφος αναζητούν στρατηγικές που ταιριάζουν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του δεύτερου. Μερικές συνηθισμένες τεχνικές είναι το χαμήλωμα των φώτων, το λίκνισμα του παιδιού στην κούνια ή στα χέρια, η χαμηλόφωνη ομιλία και το αθόρυβο περπάτημα, έτσι ώστε το βρέφος να νιώσει ότι οι δυο σας κινείστε μαζί με μαλακό, ρυθμικό τρόπο. Οι γονείς αναφέρουν επίσης ότι η απαλή μουσική και το νανούρισμα, το ήπιο μασάζ και τα χάδια έχουν αποτέλεσμα. Ορισμένα μωρά φαίνεται να χαλαρώνουν με το θόρυβο του πλυντηρίου των πιάτων ή το θόρυβο των παρασίτων του ραδιοφώνου.

Οι γονείς οι οποίοι δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις διαθέσεις του μωρού τους - αυτοί για παράδειγμα που αναγνωρίζουν πότε το μωρό θέλει να “χαμηλώσει
ταχύτητα” περνώντας από τις πολύ έντονες δραστηριότητες σε πιο ήρεμες - συμβάλλουν, όπως αναφέρει μια σχετική έρευνα, στην αύξηση της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών τους. Η συναισθηματική αγωγή προσφέρει στα παιδιά περισσότερες ευκαιρίες να βιώσουν τη μετάβαση από μια κατάσταση υπερδιέγερσης σε μια άλλη πιο ήρεμη. Με άλλα λόγια, βοηθά τα βρέφη να μάθουν να ηρεμούν τον εαυτό τους και να ρυθμίζουν την ψυχοβιολογική τους κατάσταση.

Σημαντικά μαθήματα όμως προσφέρουν και οι γονείς που ανταποκρίνονται και βρίσκουν τρόπους να ηρεμήσουν τα ανήσυχα μωρά τους. Πρώτον, διότι τα βρέφη μαθαίνουν ότι τα έντονα αρνητικά τους συναισθήματα έχουν κάποιο αποτέλεσμα σ’ αυτό τον κόσμο: το παιδί κλαίει και οι γονείς ανταποκρίνονται. Δεύτερον, διότι μαθαίνουν ότι είναι δυνατόν να ηρεμήσουν αφού βιώσουν την εμπειρία ισχυρών συναισθημάτων. Στην ηλικία αυτή οι γονείς είναι εκείνοι που ηρεμούν περισσότερο τα παιδιά. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, θα εσωτερικεύσει τις προσπάθειες των γονέων του και θα μάθει πώς να ηρεμεί μόνο του, κάτι πολύ σημαντικό για τη συναισθηματική του ισορροπία και ανάπτυξη.

Με βάση το ίδιο σκεπτικό, είναι ανάγκη να προσφέρουμε ένα πλήθος ερεθισμάτων που διεγείρουν, έτσι ώστε τα βρέφη να βιώνουν την εμπειρία της διέγερσης και στη συνέχεια την εμπειρία της ηρεμίας. Τα παιχνίδια που χαρακτηρίζονται από έντονη
σωματική δραστηριότητα, όπως είναι τα παιχνίδια με τον πατέρα, εξασφαλίζουν στα βρέφη αυτή την κρίσιμη εμπειρία.

Προτρέπω τους γονείς να επινοούν και να παίζουν παιχνίδια που δίνουν στα μωρά τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να εκφράζουν διάφορα συναισθήματα. Όπως υπαγορεύουν οι έρευνες, αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει με την απλή μίμηση του παιδιού όταν κάνει κάτι. Το μωρό βγάζει τη γλώσσα του ή βήχει, και το ίδιο κάνουν και οι γονείς. Το μωρό θα το ξανακάνει και το παιχνίδι αρχίζει.

Όταν παίζετε με το μωρό σας, δείξτε τη ζωντάνια και την ενσυναίσθησή σας επαναλαμβάνοντας ανόητες φρασούλες και ήπιες, ρυθμικές κινήσεις. Με αυτό τον τρόπο το βρέφος μαθαίνει τη ρουτίνα των παιχνιδιών και μπορεί να προβλέψει τι θα κάνετε. Είναι σαν να λέει στον εαυτό του: “Ω, φίλε μου, τώρα αρχίζει το παιχνίδι
“άρπαξε-τα-δάχτυλα-του-ποδιού-και-στρίψε-τα-πόδια-αντίστροφα””΄ ή: “Ουπς, νάτο πάλι το παιχνίδι “θα σε γαργαλήσω””. Όταν ευχαριστιέται το παιχνίδι, μαθαίνει να εκφράζει τη χαρά του με χαμόγελα, γέλια, κλοτσιές και τσιρίγματα. Η αντίδραση αυτή προτρέπει τους γονείς να δείξουν ακόμη μεγαλύτερη ευθυμία και κέφι, οδηγώντας σε όλο και πιο πολλές αλληλεπιδράσεις γεμάτες αγάπη και διασκέδαση, που ενισχύουν το συναισθηματικό δεσμό βρέφους-γονέων.

Έξι έως εννέα μηνών

Αυτή είναι μια περίοδος εντυπωσιακών εξερευνήσεων για τα μωρά, μια περίοδος ανακάλυψης ενός ολόκληρου κόσμου αντικειμένων, ανθρώπων και χώρων. Ταυτόχρονα είναι η εποχή της ανακάλυψης νέων τρόπων για την έκφραση και το μοίρασμα συναισθημάτων όπως η χαρά, η περιέργεια, ο φόβος και η απογοήτευση
για τον κόσμο. Η άνθιση αυτής της επίγνωσης συνεχίζει να προσφέρει νέες ευκαιρίες για συναισθηματική αγωγή.

Ανάμεσα στα σημαντικά αναπτυξιακά άλματα που συντελούνται γύρω στους έξι μήνες είναι και η ικανότητα του βρέφους να μετατοπίζει την προσοχή του διατηρώντας ταυτόχρονα στο νου του ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο το οποίο δε βλέπει πλέον. Πριν από αυτή την περίοδο ήταν ικανό να σκέφτεται μόνο το αντικείμενο ή το πρόσωπο στο οποίο επικέντρωνε την προσοχή του τη συγκεκριμένη στιγμή. Μετά τον έκτο μήνα όμως το βρέφος μπορεί, για παράδειγμα, να κοιτάζει ένα παιχνίδι-κλόουν, να διασκεδάζει μ’ αυτό και έπειτα να στρέφει το βλέμμα στη μητέρα ή τον πατέρα και να μοιράζεται μαζί τους τη διασκέδαση του παιχνιδιού. Όσο απλό κι αν
φαίνεται, το επίτευγμα αυτό αντιπροσωπεύει μια σειρά νέων δυνατοτήτων για παιχνίδια και συναισθηματική αλληλεπίδραση. Το παιδί μπορεί πλέον να προσκαλέσει τους γονείς να παίξουν με πολλά αντικείμενα που το συναρπάζουν. Μπορεί να μοιραστεί τα συναισθήματα που του προκαλούν τα παιχνίδια αυτά μαζί τους.

Για να ενθαρρύνετε την ανάπτυξη της συναισθηματικής του νοημοσύνης, αποδεχτείτε την πρόσκληση του μωρού σας να παίξετε με αντικείμενα και μιμηθείτε τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Όλα αυτά θα σας κάνουν να μοιραστείτε περισσότερα, θα σας παρακινήσουν να εκφραστείτε συναισθηματικά ακόμη πιο πολύ.

Γύρω στον όγδοο μήνα τα βρέφη αρχίζουν συνήθως να μπουσουλάνε και να ανακαλύπτουν το περιβάλλον τους. Αυτοί οι μικροί “εξερευνητές” μαθαίνουν επίσης να διακρίνουν τις διαφορές μεταξύ των ατόμων του περιβάλλοντός τους. Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την πρώτη σημαντική εμφάνιση του φόβου, τον οποίο τα μωρά εκδηλώνουν με “άγχος για τα άγνωστα πρόσωπα”. Το παιδί που πριν χαμογελούσε αδιακρίτως σε συγγενείς και γνωστούς τώρα αρχίζει να κρύβει το πρόσωπό του στον ώμο της μητέρας του. Παλιότερα αφηνόταν με τη θέλησή του στα χέρια της μπέιμπι-σίτερ΄ τώρα έχει δημιουργήσει “ιδιαίτερους δεσμούς” με τους γονείς του και γαντζώνεται απελπισμένα πάνω τους όταν βρεθεί σε νέο περιβάλλον στο οποίο υπάρχουν ξένοι.

Στους οκτώ μήνες το βρέφος αρχίζει να καταλαβαίνει καλύτερα τις λέξεις, κάτι που
συμβάλλει επίσης στη συναισθηματική επικοινωνία. Αν και πιθανότατα θα περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι να αρχίσει να μιλά, αυτή την εποχή μπορεί να καταλάβει πολλά από αυτά που λέγονται και είναι σε θέση να ακολουθήσει οδηγίες όπως: “Πήγαινε φέρε το αρκουδάκι σου και δώστο μου”. Θυμάμαι την κόρη μου σ’ αυτή την ηλικία, να την κρατάω στην αγκαλιά μου και να της λέω: “Γλυκιά μου, δείχνεις κουρασμένη. Γιατί δε βάζεις το κεφαλάκι σου στον ώμο μου να ξεκουραστείς;”. Και η Μόρια το έκανε.

Όλα αυτά τα νέα αναπτυξιακά επιτεύγματα - η κινητικότητα, η ικανότητα μετάθεσης της προσοχής, η προσκόλληση στους γονείς, η κατανόηση του λόγου και ο φόβος για τα άγνωστα πρόσωπα - εμφανίζονται μαζί ως μια δεξιότητα που οι ψυχολόγοι
αποκαλούν “κοινωνική αναφορά”.

Πρόκειται για την τάση του βρέφους να προσεγγίζει ένα αντικείμενο ή γεγονός και στη συνέχεια να στρέφεται προς τους γονείς για συναισθηματικές πληροφορίες. Πλησιάζοντας έναν άγνωστο σκύλο, για παράδειγμα, το μωρό είναι πιθανό να ακούσει τη μητέρα του να λέει: “Όχι, μην πας εκεί!”. Επειδή είναι σε θέση να συνδυάσει τις λέξεις που λέει η μητέρα, τον τόνο της φωνής της και τις εκφράσεις του προσώπου της, μπορεί να καταλάβει την έννοια του πιθανού κινδύνου. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να πλησιάζει ένα θορυβώδες παιχνίδι-ρομπότ, να κοιτάξει πίσω και να δει τη μητέρα του να χαμογελά ήρεμα. Έτσι γνωρίζει ότι το ρομπότι είναι ασφαλές και μπορεί να παίξει μαζί του. Με την έννοια αυτή, οι γονείς
διαδραματίζουν ένα μοναδικό ρόλο στη συναισθηματική ζωή του παιδιού, το ρόλο της “ασφαλούς βάσης”. Το παιδί νιώθει ελεύθερο να εξερευνά, γνωρίζοντας ότι μπορεί να επιστρέφει κατά καιρούς στη βάση του για να αισθανθεί ασφάλεια.

Το γεγονός ότι το βράφος επιδεικνύει τη δεξιότητα της κοινωνικής αναφοράς με ένα γονέα σημαίνει ότι οι δυο τους έχουν συνδεθεί και ότι το παιδί νιώθει συναισθηματικά ασφαλές. Ως απόρροια του παιχνιδιού μίμησης που έμαθε στη βρεφική ηλικία, το παιδί κατέχει πλέον σημαντικές δεξιότητες για την ανίχνευση και την ανάγνωση των συναισθηματικών σημάτων των γονέων. Γνωρίζει ότι μπορεί να εμπιστευθεί σήματα όπως οι εκφράσεις του προσώπου, η γλώσσα του σώματος και ο τόνος της φωνής (Μια ενδιαφέρουσα σημείωση για το πώς οι συγκρούσεις των
γονέων μπορεί να επηρεάσουν αυτή τη διεργασία: Οι ερευνητές Susan Dickstein και Ross Parke ανακάλυψαν ότι τα βρέφη δεν χρησιμοποιούν τόσο πολύ την κοινωνική αναφορά με τους πατέρες που είναι δυστυχείς στο γάμο τους, παρόλο που εξακολουθούν να τη χρησιμοποιούν με τις μητέρες που βιώνουν τον ίδιο δυστυχισμένο γάμο. Πιστεύουμε πως αυτό το φαινόμενο αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι άνδρες συχνά απομακρύνονται συναισθηματικά από τα παιδιά και από τις γυναίκες τους όταν ο γάμος αρχίζει να καταρρέει. Από την άλλη πλευρά, οι μητέρες που νιώθουν δυστυχισμένες με το γάμο τους μπορεί να απομακρυνθούν από τους συζύγους τους, αλλά πιθανότατα θα παραμείνουν συναισθηματικά δεμένες με τα παιδιά τους).

Για να ενισχυθεί ο συναισθηματικός δεσμός με τα βρέφη αυτής της ηλικίας, παροτρύνω τους γονείς να γίνουν ένας καθρέφτης για τα παιδιά τους, ο οποίος θα αντικατοπτρίζει τα συναισθήματα που εκφράζουν. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο της πρώιμης συναισθηματικής αγωγής: να βοηθήσουμε το παιδί μας να συμπεριλάβει τα συναισθήματα στο λεξιλόγιό του. Χρησιμοποιήστε λοιπόν τις λέξεις με τον τρόπο που χρησιμοποιείτε τις εκφράσεις του προσώπου για να πείτε πράγματα όπως: “Νιώθεις λύπη (χαρά, φόβο), έτσι δεν είναι;”΄ή “Κουράστηκες πια. Θέλεις να καθίσεις στα γόνατά μου για λίγο;”. Αν η αντίληψή σας είναι σωστή, το μωρό θα σας καταλάβει και θα το δείξει. Μην ανησυχείτε πάντως αν από καιρού εις καιρόν “διαβάζετε” το παιδί σας με λάθος τρόπο. Πρόκειται για κάτι συνηθισμένο και ευτυχώς τα μωρά δείχνουν μεγάλη ανοχή.

Να θυμάστε επίσης ότι το βρέφος σάς κοιτάζει αναζητώντας στο πρόσωπό σας συναισθηματικά σήματα. Μπορείτε επομένως να αξιοποιήσετε αυτή την ιδιαιτερότητα για να βοηθήσετε το παιδί σας να αντιμετωπίσει το άγχος που του προκαλούν οι ξένοι, ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο σε αυτή την ηλικία. Αν η μητέρα δείχνει ότι όλα πάνε καλά με τη νέα μπέιμπι-σίτερ, αν ίσως μάλιστα την αγκαλιάσει για μια στιγμή, δίνει στο μωρό το μήνυμα ότι κι αυτό μπορεί να εμπιστευθεί το νέο πρόσωπο στη ζωή του.


Εννέα έως δώδεκα μηνών

Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι και άλλοι άνθρωποι είναι δυνατόν να συμμεριστούν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Για παράδειγμα, το παιδάκι δείχνει ένα σπασμένο παιχνίδι στον πατέρα του ο οποίος του λέει: “Ω, έσπασε. Τι κρίμα! Είσαι λυπημένος, έτσι δεν είναι;”. Γύρω στους εννέα μήνες, το μωρό αρχίζει να κατανοεί ότι ο πατέρας καταλαβαίνει πώς αισθάνεται μέσα του. Πριν από αυτή την περίοδο, όταν ο γονέας έδειχνε ενσυναίσθηση αντανακλώντας τα συναισθήματα του παιδιού με τον τόνο της φωνής, τις εκφράσεις του προσώπου και την εκφραστική δύναμη του σώματός του, το παιδί μάθαινε τον κόσμο των συναισθημάτων. Ακόμη όμως δεν είχε επίγνωση ότι γονείς και παιδιά μπορούν να έχουν τις ίδιες σκέψεις και συναισθήματα. Τώρα γνωρίζει ότι αυτό είναι δυνατόν, γεγονός που ενισχύει το συνεχώς αναπτυσσόμενο συναισθηματικό δεσμό του με τους γονείς. Η νέα αυτή κατανόηση αποτελεί ένα πολύ σημαντικό άλμα από την άποψη της συναισθηματικής νοημοσύνης του παιδιού, αφού καθιστά δυνατή την αμφίδρομη συνομιλία σχετικά με τα συναισθήματα.

Την ίδια περίοδο το παιδί κατανοεί ότι οι άνθρωποι και τα πράγματα στη ζωή του έχουν ορισμένο βαθμό διάρκειας ή συνέχειας και σταθερότητας. Γνωρίζει πια ότι η μπάλα συνεχίζει να υπάρχει, παρόλο που δεν τη βλέπει επειδή κύλησε κάτω από το τραπέζι. Ξέρει ακόμη ότι η μητε΄ρα του συνεχίζει να αποτελεί μέρος του κόσμου του και ότι, παρόλο που βγήκε από το δωμάτιο και δεν μπορεί να ακούσει το παιδί, κάποια στιγμή θα επιστρέψει.

Καθώς το παιδί σας εξερευνά την έννοια της “σταθερότητας των αντικειμένων”, ενδέχεται να γοητευθεί από παιχνίδια που του επιτρέπουν να βάζει και να βγάζει πράγματα από κουτιά, να τα κρύβει και να τα επανεμφανίζει στη συνέχεια. Συχνά πετά ένα αντικείμενο πάνω από το ψηλό καρεκλάκι όπου κάθεται, για να το χάσει από τα μάτια του και να ζητήσει να του το φέρετε - κι αυτό το παιχνίδι το επαναλαμβάνει άπειρες φορές...

Αυτή η αναπτυσσόμενη κατανόηση της σταθερότητας των αντικειμένων και των προσώπων ίσως συνδέεται με ένα άλλο σημαντικό αναπτυξιακό επίτευγμα στη ζωή του παιδιού σας: την όλο και μεγαλύτερη προσκόλλησή του σε ορισμένους ανθρώπους και ειδικά στους γονείς του. Τώρα που είναι βέβαιο ότι υπάρχετε ακόμη και όταν δεν βρίσκεστε εκεί γύρω, το παιδί μπορεί να σας επιθυμήσει και να σας ζητήσει να μείνετε. Ενδέχεται να εκδηλώσει έντονη νευρικότητα όταν σας βλέπει να φοράτε το παλτό σας ή όταν καταλαβαίνει ότι ετοιμάζεστε να φύγετε. Και όταν λείπετε, το παιδί σας έχει την αίσθηση ότι πρέπει να βρίσκεστε κάπου, δεν γνωρίζει όμως πού ακριβώς και αυτό συχνά το αναστατώνει. Εξάλλου, έχει ιδιαίτερα περιορισμένη αίσθηση του χρόνου, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να καταλάβει πόσο θα λείψετε.

Οι ψυχολόγοι που μελετούν την προσκόλληση του βρέφους παρατήρησαν τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά ενός έτους αντιδρούν όταν εγκαταλείπονται στη φροντίδα μη οικείων ξένων. Επιπλέον, μελέτησαν τις αντιδράσεις τους στην αποχώρηση των γονέων αλλά και στην επάνοδό τους. Διαπίστωσαν ότι τα βρέφη που νιώθουν ασφαλή μπορεί να αναστατωθούν από την επιστροφή του πατέρα ή της μητέρας, αλλά θα αφήσουν τον εαυτό τους να ηρεμήσει καθώς σπεύδουν στην αγκαλιά των γονέων τους που τα κρατούν και τους μιλούν. Τα βρέφη που νιώθουν ανασφαλή όμως αντιδρούν στην επιστροφή των γονέων τους με διαφορετικούς τρόπους. Μεταξύ άλλων, δείχνουν ότι απορρίπτουν ή αποφεύγουν τους γονείς και παριστάνουν ότι τα πράγματα είναι καλά. Και όταν οι γονείς προσπαθούν να τα ανακουφίσουν, αυτά μπορεί να τους απωθήσουν αντί να κολλήσουν πάνω τους. Κάποια άλλα παιδιά πάλι εκδηλώνουν το άγχος και τη στενοχώρια τους διαφορετικά: με την επιστροφή των γονέων, γαντζώνονται πάνω τους και δεν παρηγορούνται εύκολα. Αν το παιδί σας δείχνει παρόμοια σημάδια ανασφάλειας, ίσως χρειάζεται να δείξετε ακόμη περισσότερο ότι είστε συναισθηματικά διαθέσιμοι όταν βρίσκεστε μαζί του. Με άλλα λόγια, το παιδί σας χρειάζεται την ενσυναισθητική, στοργική και γεμάτη έγνοια ανταπόκρισή σας στις συναισθηματικές του εκφράσεις. Όλα αυτά θα ενισχύσουν το συναισθηματικό δεσμό μεταξύ σας.

Για να βοηθήσετε ένα παιδί αυτής της ηλικίας να αντιμετωπίσει το άγχος του αποχωρισμού που νιώθει όταν σας βλέπει να φεύγετε, διαβεβαιώστε το ότι θα γυρίσετε. Θυμηθείτε ότι, παρόλο που σε αυτή την ηλικία δεν μπορεί ακόμη να μιλήσει, καταλαβαίνει πολλά από αυτά που του λέτε, συμπεριλαμβανομένων των καθησυχαστικών σας λόγων. Να έχετε επίσης υπόψη ότι σας παρατηρεί προσεκτικά αναζητώντας σ’ εσάς τα όποια συναισθηματικά σήματα μεταδίδετε. Εάν λοιπόν δείχνετε αγχωμένοι ή φοβισμένοι για τον επικείμενο αποχωρισμό, το παιδί ενδέχεται να αντιγράψει αυτό το συναίσθημα και να το εκφράσει κι αυτό με τη σειρά του. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να βρείτε για τη φροντίδα του κάποιον με τον οποίο εσείς αισθάνεστε άνετα και να του αφήσετε αρκετό χρόνο πριν φύγετε έτσι ώστε το παιδί σας να τον συνηθίσει. Αυτό θα σας κάνει να νιώθετε και να δείχνετε πιο χαλαροί, και το ίδιο θα ισχύει για το μωρό. Τέλος, μπορείτε να βοηθήσετε το παιδί σας να μάθει να απομακρύνεται από κοντά σας επιτρέποντάς του να εξερευνήσει μόνο του διαφορετικούς χώρους στο σπίτι. Αν, για παράδειγμα, φτάσει μπουσουλώντας σε ένα άλλο δωμάτιο (όπου δεν έχει ξαναπάει), αφήστε το για λίγο εκεί πριν ελέγξετε τι κάνει. Αν είστε μαζί σε ένα δωμάτιο και χρειαστεί να απομακρυνθείτε, πείτε του πού πάτε και ενημερώστε το ότι θα επιστρέψετε σε ένα λεπτό. Σταδιακά, το παιδί θα καταλάβει ότο οι γονείς μπορούν να φεύγουν και να μη συμβαίνει τίποτε τρομερό μετά την αποχώρησή τους. Θα καταλάβει ακόμη ότι μπορεί να εμπιστεύεται τους γονείς του όταν αυτοί του λένε ότι θα επιστρέψουν.

Θυμηθείτε ότι το παιδί σας νιώθει πιο ασφαλές και περισσότερο συναισθηματικά δεμένο μαζί σας όταν εκφράζετε την κατανόησή σας για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αυτό μπορεί να γίνεται την κάθε στιγμή, καθώς το φροντίζετε και παίζετε μαζί του. Επινοήστε παιχνίδια που ενθαρρύνουν τη μίμηση και την έκφραση μιας μεγάλης γκάμας συναισθημα΄των. Ένα παιχνίδι που παίζαμε με την κόρη μου, όταν ήταν σ’ αυτή την ηλικία, λεγόταν “Οι τύποι”. Κάθε βράδυ έπαιρνα ένα μολύβι και ζωγράφιζα στα δάχτυλα του χεριού μου διαφορετικές εκφράσεις προσώπου. Ο αντίχειρας έμοιαζε πάντα οργισμένος, ο δείκτης έδειχνε λυπημένος, ο μεσαίος φαινόταν φοβισμένος, ο παράμεσος έκπληκτος και το μικρό δάχτυλο πάντα χαρούμενο. Η Μόρια σκαρφάλωνε στα γόνατά μου και συζητούσαμε με τους “τύπους” για το πώς ήταν η μέρα τους. Ο αντίχειρας μπορεί να έλεγε: “Σήμερα ήταν μια πολύ κακή μέρα. Νιώθω τόσο θυμωμένος που θα ‘θελα να κλοτσήσω μια καρέκλα!”. Ο δείκτης πάλι ίσως έλεγε: “Α, κι εγώ πέρασα άσχημη μέρα. Ένιωθα τόσο λυπημένος! Ήθελα να κλάψω”. Έπειτα τα δάχτυλα γύριζαν στη Μόρια και ρωτούσαν: “Και πώς ήταν η δική σου μέρα;”. Εκείνη σκεφτόταν για λίγο και μετά έπιανε το δάχτυλο του ταυτιζόταν λίγο-πολύ με τα δικά της συναισθήματα. Όταν το λεξιλόγιό της θα γινόταν πιο πλούσιο, η κίνηση θα συνοδευόταν από τα δικά της λόγια. Θα μπορούσε να πει: “Μου έλειψε η μαμά”. Και εγώ θα της απαντούσα: “Α, ήσουν στενοχωρημένη σήμερα γιατί σου έλειψε η μαμά, που πήγε στη δουλειά της”, δείχνοντάς της την ενσυναίσθησή μου. “Καταλαβαίνω πώς νιώθεις”, θα μπορούσα να προσθέσω. “Μερικές φορές, όταν η μαμά πηγαίνει στη δουλειά, νιώθω κι εγώ λυπημένος γιατί μου λείπει”.

Πηγή: Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών, John Gottman, εκδ. ελληνικά γράμματα.

No comments: