Πηγή: Περιοδικό «Βιώσιμη ανάπτυξη» - Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος 2009, Δρ. Παύλος Σκεντερίδης, Εντομολόγος (Βio-insecta, Μονάδα παραγωγής ωφέλιμων εντόμων)
Coccinella septempuncata
Η ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον, την οικολογική ισορροπία αλλά και την ανθρώπινη υγεία έχει στρέψει το ενδιαφέρον παραγωγών και καταναλωτών στη βιολογική καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών των φυτών. Πρόκειται όμως για μια νέα μέθοδο καταπολέμησης; Είναι γνωστό ότι οι ωφέλιμοι οργανισμοί συντελούν στην οικολογική ισορροπία εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, μειώνοντας τους αριθμούς των φυτοφάγων όταν αυτοί παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις για το οικοσύστημα. Πότε όμως ο άνθρωπος άρχισε να τους αξιοποιεί προς όφελός του;
Η εναλλακτική αυτή μέθοδος φυτοπροστασίας δεν ήταν άγνωστη παλαιότερα. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιήθηκαν φυσικοί εχθροί από τους Κινέζους για την προστασία εσπεριδοειδών, ενώ το 300 μ.Χ. εμπορεύονταν φωλιές του είδους Oecophylla smaragdina εναντίων του λεπιδοπτέρου Tessaratoma papillosa. Το 1200, αναγνωριζόταν η συμβολή ειδών Coddinellidae στον έλεγχο των αφίδων ενώ Άραβες χρησιμοποιούσαν μυρμήγκια εναντίων εχθρών των φοινικόδεντρων. Oι Van Leeuwenhoek (1701) και Vallisnieri (1706) περιέγραψαν πρώτοι το φαινόμενο του παρασιτισμού από έντομα. Το 1734, ο Reaumur συνιστούσε τη συλλογή αυγών χρύσωπα και τη μεταφορά τους μέσα στα θερμοκήπια ώστε να ελεγχθεί ο πληθυσμός των αφίδων. Το 1776 χρησιμοποιείται με επιτυχία σε πολλές περιοχές της Ευρώπης το αρπακτικό Picromerus bidens (Pentatomidae) εναντίων κοριών (Comex lectularius).
Oecophylla smaragdina
Σε συγγράμματα του 17ου και 18ου αιώνα άριχσε να περιγράφεται η δράση αρκετών ωφέλιμων εντόμων. Το 1800 ο Δαρβίνος περιγράφει μέλη της οικογένειας Ichneumonidae ως παράγοντα βιολογικού ελέγχου της κάμπιας του λάχανου. Ο Λυνναίος και ο Φαμπρίκιος περιέγραψαν αρκετά αρπακτικά διαφόρων οικογενειών, ενώ ο Vallot (1827) καθώς και οι Winnertz (1853) και Skuse (1870) αναφέρθηκαν στα ακαρεοφάγα δίπτερα της οικογένειας Cecidomyiidae. Την ίδια περίοδο, ο Hartig (Γερμανία) ασχολείται με τη μαζική εκτροφή και εξαπόλυση παρασιτοειδών των λεπιδοπτέρων ενώ το 1840 εξαπολύονταν αρπακτικά εναντίων διαφόρων εχθρών αστικού πρασίνου στην Ιταλία.
Το 1882, παρασιτοειδή αυγών λεπιδοπτέρων του γένους Trichogramma αποστέλλονταν από την Αμερική στον Καναδά. Στην Καλιφόρνια (1888) έγινε η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια βιολογικού ελέγχου της βαμβακάδας των εσπεριδοειδών, Icerya purchase, από τον Coebele. Εξαπολύθηκαν αρπακτικά που συλλέχθησαν από την Αυστραλία (Rodolia cardinalis) τα οποία κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ελέγξουν τους πληθυσμούς του φυτοφάγου που είχε φέρει σε απόγνωση τους καλλιεργητές εσπεριδοειδών. Η χρήση του παρασιτοειδούς του αλευρώδη Encarsia formosa ήταν διαδεδομένη σε Αγγλία και Αυστραλία πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (Farr et al., 1976).
Η χρήση ισχυρών χημικών σκευασμάτων μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο περιόρισε σημαντικά την ανάπτυξη της βιολογικής καταπολέμησης. Η εισαγωγή του DDT και των χλωριωμένων τις δεκαετίες ’40 και ’50 εξαφάνιζε την ωφέλιμη εντομοπανίδα ενώ οι ομάδες φαρμάκων που ακολούθησαν είχαν μηδενική εκλεκτικότητα με ιδιαίτερα επιβλαβείς συνέπειες για τα ωφέλιμα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την «εξαφάνιση» της βιολογικής καταπολέμησης από το προσκήνιο για περισσότερο από 30 χρόνια. Παρά τη δυσμενή επίδραση της εξάπλωσης αγροχημικών, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 επανεμφανίζεται η βιολογική καταπολέμηση, ενώ το 1982 στην Ολλανδία εφαρμόζεται σε 5500 στρέμματα θερμοκηπιακής τομάτας και 6000 στρ. Αγγουριάς (Ramakers, 1985). Το 1981 στον Καναδά, σε δείγμα 106 καλλιεργητών αναφέρθηκε 60-80% εξοικονόμηση του χρόμου που δαπανιόταν σε ψεκασμούς, 23% αύξηση της παραγωγής και 38% μείωση των εξόδων φυτοπροστασίας (Elliott, 1982).
Πολλά επιτυχή παραδείγματα από τότε έστρεψαν το ενδιαφέρον του κόσμου στη βιολογική καταπολέμηση με σημαντικότερο βέβαια κίνητρο τις θετικές επιδράσεις της μεθόδου στο περιβάλλον και στην υγεία του καταναλωτή.
Rodolia cardinalis
No comments:
Post a Comment