Wednesday, September 22, 2010

ΠΕΡΙ «ΑΝΩΤΕΡΩΝ» ΚΑΙ «ΚΑΤΩΤΕΡΩΝ» ΕΙΔΩΝ

ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα γίναμε μάρτυρες ενός επιστημονικού «πυρετού του χρυσού» κολοσσιαίων διαστάσεων: της απερίσκεπτης και μανιώδους εμμονής να μετατραπεί η γενετική μηχανική σε αντικείμενο εμπορίου. Αυτό το εγχείρημα προχώρησε τόσο γρήγορα – και με τόσο λίγες ανακοινώσεις στον έξω κόσμο – ώστε το μέγεθος και οι επιπτώσεις του είναι ελάχιστα κατανοητές. Η βιοτεχνολογία υπόσχεται τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας θα έχει προσπεράσει την ατομική ενέργεια, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και την επίδρασή τους στην καθημερινή μας ζωή. Όπως είπε ένας παρατηρητής: «Η βιοτεχνολογία θα μεταμορφώσει όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής: την ιατρική επιστήμη, την τροφή μας, την υγεία μας, την ψυχαγωγία μας, τα ίδια τα σώματά μας. Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Κυριολεκτικά, θα αλλάξει το πρόσωπο του πλανήτη».

»Αλλά η βιοτεχνολογική επανάσταση διαφέρει σε τρία σημαντικά σημεία από τις παλιότερες αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο χώρο της επιστήμης.

»Πρώτον είναι ευρέως διαδεδομένη. Η Αμερική μπήκε στην ατομική εποχή χάρη στις έρευνες ενός και μόνου ερευνητικού ινστιτούτου στο Λος Άλαμος. Μπήκε στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών χάρη στις προσπάθειες μιας δωδεκάδας εταιριών. Σήμερα, μόνο στην Αμερική, η βιοτεχνολογική έρευνα εφαρμόζεται σε περισσότερα από δύο χιλιάδες εργαστήρια. Πεντακόσιοι οργανισμοί επενδύουν πέντε εκατομμύρια δολάρια το χρόνο σ’ αυτή την τεχνολογία.

»Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας αυτής γίνεται απερίσκεπτα ή επιπόλαια. Προσπάθειες για να δημιουργηθούν πιο ανοιχτόχρωμες πέστροφες ώστε να διακρίνονται καλύτερα μέσα στα ποτάμια, τετράγωνα δέντρα για ευκολότερη υλοτόμηση, και ενέσιμα, αρωματικά κύτταρα για να μυρίζει κανείς συνέχεια το αγαπημένο του άρωμα μπορεί να φαίνονται αστείες, αλλά δεν είναι. Πραγματικά, το γεγονός ότι η βιοτεχνολογία μπορεί να εφαρμοστεί σε βιομηχανίες που υπόκεινται κατά παράδοση στις εκκεντρικότητες της μόδας – όπως είναι τα καλλυντικά – αυξάνουν την ανησυχία για τον ασυνήθιστο τρόπο χρήσης αυτής της ισχυρής νέας τεχνολογίας.

»Τρίτον, η έρευνα είναι ανεξέλεγκτη, κανένας δεν την επιβλέπει, δεν υπάρχουν νόμοι να τη ρυθμίσουν. Δεν υπάρχει στην Αμερική, ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, συνεπής κυβερνητική πολιτική, και επειδή τα προϊόντα της βιοτεχνολογίας ποικίλλουν και περιλαμβάνουν από φάρμακα έως σπάρτα και τεχνητό χιόνι, η εφαρμογή μιας ευφυούς και αποτελεσματικής πολιτικής είναι εξαιρετικά δυσχερής.

»Αλλά πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες δεν υπάρχουν αδέκαστες συνειδήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν κάθε επιστήμονας που ασχολείται με τη γενετική έρευνα είναι, ταυτόχρονα, ανακατεμένος στο εμπόριο της βιοτεχνολογίας. Δεν υπάρχουν αμερόληπτοι παρατηρητές, αδέσμευτοι ερευνητές. Όλοι έχουν να κερδίσουν κάτι.

»Η εμπορική εκμετάλλευση της μοριακής βιολογίας είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία της επιστήμης και διαδραματίστηκε με εκπληκτική ταχύτητα. Επί τετρακόσια χρόνια, από την εποχή του Γαλιλαίου, η επιστήμη εξελισσόταν ως ελεύθερη και ανοιχτή έρευνα του τρόπου λειτουργίας της φύσης. Οι επιστήμονες επέμεναν να αγνοούν τα εθνικά σύνορα. Τηρούσαν απόσταση ασφαλείας από τους εφήμερους στόχους της πολιτικής, ακόμα και των πολέμων. Επαναστατούσαν εναντίον της μυστικότητας στην έρευνα. Βέβαιοι ότι εργάζονται για το καλό της ανθρωπότητας, αρνούνταν πεισματικά να κατοχυρώσουν τις ανακαλύψεις τους ή να τις θεωρήσουν ατομική τους ιδιοκτησία. Πράγματι, για πολλές γενιές, οι ανακαλύψεις των επιστημόνων χαρακτηρίζονταν από μια εκπλήσσουσα ανιδιοτέλεια.

»Όταν το 1953 δύο νεαροί Άγγλοι επιστήμονες, ο Τζέιμς Γουάτσον και ο Φράνσις Κρικ, αποκρυπτογράφησαν τη δομή του DNA (Δεσοξυριβοζονουκλεϊκό Οξύ), η εργασία τους χαιρετίστηκε ως θρίαμβος του ανθρωπίνου πνεύματος, μια αναζήτηση αιώνων΄ μια χιλιετής προσπάθεια επιστημονικής προσέγγισης του σύμπαντος έπαιρνε τέλος με τα ευρήματά τους. Κοινή ήταν η πεποίθηση και η ελπίδα ότι οι συνέπειες της ανακάλυψής τους θα έβρισκαν πρακτική εφαρμογή προς όφελος της ανθρωπότητας.

»Δυστυχώς, αυτό δε συνέβη. Τριάντα χρόνια αργότερα, σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι του Γουάτσον και του Κρικ ακολούθησαν δρόμους διαφορετικούς. Η έρευνα της μοριακής γενετικής έγινε μια τεράστια εμπορική επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων, της οποίας η γένεση εντοπίζεται όχι στο 1953 αλλά στον Απρίλιο του 1976. Την εποχή εκείνη έγινε μια συνάντηση που είναι πασίγνωστη σήμερα. Ο Ρόμπερτ Σβάνσον, ένας τολμηρός και ριψοκίνδυνος κεφαλαιούχος, πλησίασε τον Χέρμπερτ Μπόγιερ, ένα βιοχημικό του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Οι δύο άντρες συμφώνησαν να ιδρύσουν μια εμπορική εταιρεία για την αξιοποίηση των τεχνικών με τις οποίες ο βιοχημικός έκανε μάτισμα γονιδίων (αφαίρεση γραμμών και τμημάτων σελίδων από το γενετικό κώδικα με την εκτομή και συγκόλληση τμημάτων του αρχικού αγγελιαφόρου-RNA). Η εταιρία τους, η Τζίνεντεκ, έγινε γρήγορα η πιο μεγάλη και πιο επιτυχημένη από αυτές που έδωσαν ώθηση στη γενετική μηχανική.

»Ξαφνικά όλοι ήθελαν να γίνουν πλούσιοι».

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε το 1990. Οχτώ χρόνια πριν από τη γέννηση της Ντόλι. Η Ντόλι, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το πιο διάσημο πρόβατο της Ιστορίας, γεννήθηκε οχτώ χρόνια αργότερα και αποτελεί αναμφίβολα το πιο λαμπρό δημιούργημα της γενετικής μηχανικής. Το κείμενο αυτό φέρει την υπογραφή του Αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κράιτον και αποτελεί την εισαγωγή του μυθιστορήματος Τζουράσικ Παρκ (Το πάρκο των δεινοσαύρων), στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένα από τα φιλμ με τις μεγαλύτερες εισπράξεις στην ιστορία του κινηματογράφου.

Χάρη στο κείμενο αυτό και στο μύθο που προαναγγέλλει, εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο έγιναν γνώστες των μεθόδων μιας από τις πιο συγκλονιστικές επιστημονικές εξελίξεις στην ιστορία του ανθρώπου και, ταυτόχρονα, μοιράστηκαν την αγωνία του συγγραφέα για τις τρομακτικές συνέπειες της αλόγιστης χρήσης της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος κατάχρησης της γενετικής μηχανικής επισημάνθηκε δέκα περίπου χρόνια πριν από το Τζουράσικ Παρκ στο βιβλίο «Τα παιδιά από τη Βραζιλία» του Άιρα Λέβιν. Εκεί, ο «άγγελος του θανάτου» του Άουσβιτς, ο αποτρόπαιος Μέγγελε, προσπαθεί να «κατασκευάσει» κλώνους (δηλαδή ανθρώπινα αντίγραφα) του Χίτλερ.

Ωστόσο, οι κριτικοί της λογοτεχνίας (εξ ορισμού και εκ προοιμίου «σοβαροί») επιμένουν να χαρακτηρίζουν το είδος το οποίο εκπροσωπεί ο Κράιτον «κατώτερο», να το κατατάσσουν στην κατηγορία της «παραλογοτεχνίας» και να του επικολλούν την ετικέτα «φανταστικό». Λησμονούν δύο γεγονότα θεμελιώδους σημασίας:

1) Ότι όλη η λογοτεχνία είναι, κατά μία έννοια, «φανταστική», στο βαθμό που αποτελεί μια επινόηση.

2) Ότι το συγκεκριμένο είδος έχει ιδιαίτερα «ευγενείς» προγόνους: Έλκει την καταγωγή του από ένα μυθιστόρημα-τομή του αιώνα: το περίφημο «Γενναίο Νέο Κόσμο» του Άλντους Χάξλεϊ και ακολουθεί τις επιταγές κομβικών μορφών της τέχνης του μυθιστορήματος, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Ζολά, που επισήμαναν την ανάγκη να καταγράφει, να αντικατοπτρίζει, να αντανακλά και να αναλύει το είδος αυτό την πραγματικότητα και την κοινωνία στην οποία απευθύνεται.

Επιμένοντας στη ρεαλιστική απεικόνιση, την καταγγελία, την προειδοποίηση, ο Ζολά επιθυμούσε, μεταξύ άλλων, να προσδώσει στο μυθιστόρημα ένα ρόλο, μιαν αποστολή, μια συγκεκριμένη θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που θα το απομάκρυνε από τη φυγή. Οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ρεαλιστές δεν ήθελαν να προσφέρουν στον αναγνώστη έναν καθρέφτη στον οποίο θα έβλεπε τη μορφή του. Δεν ήθελαν κυρίως να τον στρέψουν στην ενδοσκόπηση, την αυτάρεσκη ή μη ομφαλοσκόπηση. Ήθελαν να του παραδώσουν μια φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας. (Ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι η ανακάλυψη της φωτογραφίας, όπως και η ανάπτυξη των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, συμπίπτει χρονικά με την ανακάλυψη του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Οι μέθοδοι τόσο των πρώτων όσο και του δεύτερου είναι κοινές). Οι μεγάλοι ρεαλιστές φιλοδοξούσαν να εκπληρώσουν την κοινωνική τους αποστολή, να προσδώσουν στο μυθιστόρημα τη μορφή εργαλείου κοινωνικής αλλαγής, παρέχοντας στον αναγνώστη τα μέσα και τις πληροφορίες που θα του επέτρεπαν να λειτουργήσει ως ενεργός πολίτης. Για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση του Μίκη Θεοδωράκη, αν το κλασικό μυθιστόρημα μας κάνει να ξεχνάμε, το ρεαλιστικό μας αναγκάζει να θυμόμαστε, να προσβλέπουμε και, συνεπώς, να ενεργούμε.

Για να αποφύγουμε την πολυλογία, θα πρέπει να αποδώσουμε την αποστροφή των κριτικών της λογοτεχνίας για ορισμένους συγγραφείς και το έργο τους σ’ αυτό που ο Σ. Π. Σνόου χαρακτήρισε στο κλασικό έργο του «Οι δύο πολιτισμοί και η επιστημονική επανάσταση» ως χάσμα, αγεφύρωτο ρήγμα μεταξύ τεχνών και επιστήμης. Κατά τον Σνόου, οι δύο αυτές προσεγγίσεις του κόσμου εκπροσωπούν διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου και χρησιμοποιούν όχι μόνο διαφορετικές μεθόδους αλλά και διαφορετική «γλώσσα» και εργαλεία. Συγγραφείς σαν τον Μάικλ Κράιτον ή τον Φίλιπ Κερ διαθέτουν «εξοπλισμό» κυρίως επιστημονικό. Ο Κράιτον σπούδασε ιατρική στο Χάρβαρντ, διατέλεσε λέκτωρ Ανθρωπολογίας στο Κέιμπριτζ και επισκέπτης-καθηγητής στο Ινστιτούτο Σοκλ της Καλιφόρνιας. Ο Φίλιπ Κερ, που χαρακτηρίστηκε από τον αγγλόφωνο Τύπο διάδοχός του, σπούδασε νομικά και διαθέτει γνώσεις για την υφή, τη λειτουργία και το ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας, που αποδεικνύονται με την πρώτη ματιά στα έργα του.

Με δύο λόγια, οι συγγραφείς των τεχνολογικών θρίλερ, της επιστημονικής και πολιτικής φαντασίας, αποτολμούν ένα πείραμα το οποίο πανεπιστημιακές σχολές Συγκριτικής Λογοτεχνίας στην Ευρώπη και την Αμερική χαρακτηρίζουν καθοριστικό για το μέλλον: τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των δύο πολιτισμών, τη συνένωση τέχνης, επιστήμης και τεχνολογίας, όπως την είδαμε να ενσαρκώνεται παραδείγματος χάριν στην Αναγέννηση από έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι συγγραφείς αυτού του είδους ξέρουν κάτι που οι αμύητοι από επιστημονική άποψη συνάδελφοί τους όχι μόνο αγνοούν, αλλά και φοβούνται (ως γνωστόν, ο φόβος οφείλεται σχεδόν πάντα σε άγνοια): την πραγματική φύση της τεχνολογίας. Οι κλασικοί βλέπουν την τεχνολογία σαν κάτι ξένο από τον άνθρωπο και συνεπώς, a priori, εχθρικό προς αυτόν. Ο Φίλιπ Κερ, που γεννήθηκε το 1956 και ως εκ τούτου ανήκει σε μια γενιά που τράφηκε με τις ιδέες του Μάρσαλ Μακ Λιούαν, καθηγητή της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, προφήτη της ηλεκτρονικής εποχής, θεωρητικού των μέσων μαζικής επικοινωνίας και στοχαστή που επηρέασε τη σκέψη και τη μυθολογία του 20ου αιώνα σχεδόν όσο ο Φρόιντ και ο Αϊνστάιν, ξέρει ότι η τεχνολογία αποτελεί προέκταση του ανθρώπου, επέκταση του σώματος και των αισθήσεών του τόσο στό χώρο όσο και στο χρόνο.

Στο «Γρκιντάιρον» του Φίλιπ Κερ, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες σε ένα μέλλον όχι και τόσο μακρινό, ο Ρέι Ριτσαρσον, ο πλέον γνωστός αρχιτέκτονας του κόσμου, σχεδιάζει και οικοδομεί στο κέντρο της πόλης ένα κτίσμα πρωτοφανές: το «σκεπτόμενο κτίριο» (θυμηθείτε τα «έξυπνα όπλα» του πρόσφατου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία). Τελικά, όπως τα «έξυπνα όπλα», έτσι και το «σκεπτόμενο κτίριο» τα κάνουν, κυριολεκτικά, θάλασσα. Ο κεντρικός υπολογιστής που ρυθμίζει τα πάντα, από τη θέρμανση ως την ασφάλεια, αποφασίζει να αυτονομηθεί. Σφραγίζει τις πόρτες, παγιδεύοντας στο εσωτερικό του κτιρίου μια ομάδα επιστημόνων και δίνοντας έναυσμα στην καταιγιστική δράση.

Η ενασχόληση του συγγραφέα με την αρχιτεκτονική και η αγωνία του για το μέλλον των πόλεων σ’ έναν κόσμο όπου επιστήμονες και πολιτικοί προσπαθούν εναγωνίως να «ξεκλέψουν» χώρο από τα αυτοκίνητα για να τον αποδώσουν στους ανθρώπους, τον ωθούν να συνεχίσει την παράδοση που εγκαινίασε ο Ιούλιος Βερν: μια παράδοση που θέλει το συγγραφέα προφήτη της σύγχρονης εποχής, μάγο της φυλής, ικανό να συνδέσει το όραμα με την τεχνολογία.

Πιθανόν το «Γκριντάιρον» να μη διέθετε αυτή την ανατριχιαστική ακρίβεια και ευθυβολία αν δεν είχε προηγηθεί το επαναστατικό κείμενο του Μακ Λιούαν στο «Understanding Media», σχετικά με τις πόλεις, τα κτίρια και τη σχέση τους με τον άνθρωπο. «Αν τα ρούχα, η ενδυμασία, δεν είναι ουσιαστικά παρά δίαυλοι που συσσωρεύουν τη θερμότητα και την ενέργεια του ανθρώπινου σώματος ελέγχοντας, ταυτόχρονα, τη ροή τους, πράγμα που τα μετατρέπει σε προέκταση της επιδερμίδας μας, η αρχιτεκτονική εκπληρώνει έναν αντίστοιχο ρόλο σε οικογενειακό και κοινοτικό επίπεδο. Λειτουργώντας ως καταφύγια του ανθρώπου, τα κτίρια αποτελούν προέκταση του μηχανισμού ελέγχου της θερμότητας του σώματός μας – είναι, εν ολίγοις, κάτι σαν συλλογική επιδερμίδα ή ένδυμα. Οι πόλεις αποτελούν ευρύτερες προεκτάσεις του φυσικού σώματος και των οργάνων του, προορισμένες να καλύψουν ανάγκες ευρύτερες από τις στενά ατομικές. Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε τον «Οδυσσέα» του ο Τζέιμς Τζόις: συνέδεσε, άμεσα και λειτουργικά, συστατικά στοιχεία της πόλης, όπως τα τείχη, οι δρόμοι, τα δημόσια κτίρια και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Ο παραλληλισμός μεταξύ πόλης και ανθρώπινου σώματος επέτρεψε στο συγγραφέα να επιχειρήσει έναν ακόμα παραλληλισμό μεταξύ αρχαίας Ιθάκης και σύγχρονου Δουβλίνου, επιτυγχάνοντας μια βαθύτερη αίσθηση ανθρώπινης ενότητας και υπερβαίνοντας τον ιστορικό χρόνο».

Φίλιπ Κερ: «ΝΕΥΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ. Σε βασικό επίπεδο κυκλώματος έχει πολλά κοινά με τα βακτηρίδια ως προς τη ζωτικότητα και την ικανότητα της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής, της προσαρμογής και της εξέλιξης. Βλέπε τη σχετική φιλολογία, ειδικά στην «Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα», Δισκ. Αρ. 22, από τον καθηγητή Καρλ Σάγκαν: «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κοινά αποδεκτός ορισμός ζωής. Κάθε βιολογικά ιδιαίτερο είδος έχει τη σαφή τάση να προσδιορίζει τη ζωή με τους δικούς του όρους. Ο άνθρωπος την προσδιορίζει με όρους οικειότητας. Οι βασικές αλήθειες μπορεί όμως να είναι κάθε άλλο παρά οικείες»». (Γκριντάιρον).

Στο βιβλίο «Στην κορφή του κόσμου», ο Φίλιπ Κερ πιάνει την άκρη του νήματος από πολύ παλιά: από την προϊστορία και, περνώντας μέσω Παλαιάς Διαθήκης, φτάνει στον Δαρβίνο, στη θεωρία, στις σχολές και τις πρακτικές μεθόδους της επιστήμης της ανθρωπολογίας – και δη της παλαιοανθρωπολογίας.

Στο συγκεκριμένο έργο ο Κερ συνδέει τον άνθρωπο με την τεχνολογία ακόμα στενότερα απ’ ό,τι ο Μακ Λιούαν. Η σχέση εδώ, όπως και στην επιστήμη της ανθρωπολογίας, είναι αυτό που θα λέγαμε «καταστατική»: η εξέλιξη του εγκεφάλου, που επέτρεψε τη μετάβαση από τους ανθρωπόμορφους πιθήκους στον Έμφρονα Άνθρωπο (Homo Sapiens), περνάει από την κατασκευαστική δυνατότητα, την κατασκευή των πρώτων εργαλείων και των πρώτων όπλων. Συνεπώς, η τεχνολογία προηγείται της γλώσσας και συνδέεται άμεσα τόσο με τα όργανα του σώματος – τα χέρια – όσο και με τη σκέψη. Η τεχνολογία καθορίζει την ύπαρξη και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, τόσο από την αυγή της Ιστορίας όσο και σήμερα. Ίσως. Τότε, ακόμα πιο άμεσα, πιο καίρια, πιο καθοριστικά από Τώρα. Αυτά για τους αφελείς και απληροφόρητους «ανθρωπιστές», φύσει και θέσει, εχθρούς της τεχνολογίας, και τους οπαδούς μιας «Φύσης» την οποία επιμένουν να θεωρούν φιλική προς τον άνθρωπο, αν και καθορίζεται από κανόνες και νόμους που δεν αποκλείεται να μην είναι καθόλου οικείοι προς αυτόν, όπως τονίζουν κορυφαίοι επιστήμονες του κύρους ενός Καρλ Σάγκαν.

Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου «Στην κορφή του κόσμου» η καθηγήτρια της Παλαιοανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ Στέλα Σουίφτ επισημαίνει ένα τρομακτικό γεγονός.

Ο Τζορτζ Νάταλ, καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ανακάλυψε ότι η χημεία και η δομή των πρωτεϊνών του αίματος μπορεί να αποκαλύψει το βαθμό συγγένειας των πρωτευόντων θηλαστικών. Θέτοντας σε εφαρμογή τη μέθοδο αυτή, ο Νάταλ απέδειξε ότι ο άνθρωπος και ο χιμπατζής διαθέτουν αντιγόνα πανομοιότυπα από κρακτικής απόψεως. Μοριακοί ανθρωπολόγοι, όπως ο Βινς Σάριτς και ο Άλαν Γουίλσον, προσέδωσαν μαθηματική ακρίβεια στο γεγονός αυτό. Απέδειξαν με έναν τρόπο που κυριολεκτικά προκαλεί σοκ ότι ενώ η διαφορά του DNA μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών βατράχων μπορεί να ανέρχεται στο 8%, το DNA ανθρώπου και χιμπατζή διαφέρει μόνο κατά 1,6%. Ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από τη διαφορά του DNA δύο διαφορετικών ειδών γίβωνα, μεταξύ αλόγου και ζέμπρας, σκύλου και αλεπούς και, κυρίως, μεταξύ χιμπατζή και γορίλα. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με το χιμπατζή απ’ ό,τι ο χιμπατζής με το γορίλα. Και μόνο το στοιχείο αυτό αρκεί για να αποδείξει την ανατριχιαστική σημασία που έχουν βιβλία σαν κι αυτό.

Ένα ακόμα σημείο που αποδεικνύει την προφητική διάσταση του έργου του Φίλιπ Κερ είναι το γεγονός ότι κεντρική θέση στην πλοκή κατέχει η διαμάχη Ινδίας-Πακιστάν και η κατοχή πυρηνικών όπλων και από τα δύο μέρη. Γιατί όμως είναι προφητικό το γεγονός αυτό;

Απλούστατα, γιατί η πρώτη έκδοση έγινε το 1996, και σήμερα, μεσούντος του 1999, λίγους μήνες πριν από την εκπνοή του αιώνα και της χιλιετίας, η διαμάχη αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας και εγείρει θέματα καθοριστικά για το μέλλον της ανθρωπότητας, όπως η διασπορά των πυρηνικών όπλων, οι δοκιμές τους που γίνονται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και η πιθανή χρήση τους στη διαφαινόμενη κυρίαρχη σύγκρουση του 21ου αιώνα – τη σύγκρουση των πολιτισμών και των θρησκειών.

Για να τελειώνουμε, όπως θα έλεγαν οι Λατίνοι, De nobis fibula narratur, δηλ. «για μας μιλάει η ιστορία», για μας τους ανήσυχους, πανταχόθεν απειλούμενους ανθρώπους αυτού του απερχόμενου και πολυτάραχου 20ου αιώνα.

Πηγή: Μαρία και Ελένη Παξινού, Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Στην κορφή του κόσμου» του Φίλιπ Κερ, εκδ. Ψυχογιός.

No comments: