Saturday, May 05, 2007

Συναισθηματική νοημοσύνη (Μέρος Ι)

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Θυμάμαι την ημέρα που ανακάλυψα για πρώτη φορά με ποιο τρόπο μπορούσα να εφαρμόσω τη συναισθηματική αγωγή στην ίδια μου την κόρη, τη Μόρια. Την εποχή εκείνη η Μόρια ήταν δύο ετών. Ταξιδεύαμε με το αεροπλάνο επιστρέφοντας από την άλλη άκρη της χώρας, όπου είχαμε επισκεφθεί κάποιους συγγενείς μας. Βαριεστημένη, κουρασμένη και δύστροπη η Μόρια μου ζήτησε τη Ζέβρα, που ήταν το αγαπημένο της ζωάκι, και ταυτόχρονα ένα αντικείμενο παρηγοριάς και ανακούφισης. Δυστυχώς, και χωρίς να το σκεφτούμε, είχαμε βάλει το πολυμεταχειρισμένο αυτό κουκλάκι σε μια βαλίτσα, την οποία είχαμε δώσει για φόρτωση μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές.

«Λυπάμαι, γλυκιά μου, αλλά δεν μπορούμε να πάρουμε τη Ζέβρα τώρα. Βρίσκεται σε μια μεγάλη βαλίτσα σε ένα άλλο σημείο του αεροπλάνου», της εξήγησα.
«Θέλω τη Ζέβρα», κλαψούρισε η Μόρια με τον πιο αξιολύπητο τρόπο.

«Το ξέρω, καρδούλα μου. Αλλά η Ζέβρα δεν είναι εδώ. Βρίσκεται στο χώρο των αποσκευών, στο κάτω μέρος του αεροπλάνου, και ο μπαμπάς δεν μπορεί να σου τη φέρει μέχρις ότου προσγειωθούμε και κατεβούμε απ’ το αεροπλάνο. Στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.»

«Θέλω τη Ζέβρα, θέλω τη Ζέβρα», παραπονέθηκε και πάλι η Μόρια, βάζοντας αμέσως μετά τα κλάματα, στριφογυρίζοντας στο καρεκλάκι ασφαλείας όπου καθόταν και σκύβοντας μάταια προς ένα σακίδιο στο πάτωμα από όπου με είχε δει να βγάζω μερικά μπισκοτάκια.
«Ξέρω ότι θέλεις τη Ζέβρα», είπα ενώ ένιωθα να μου ανεβαίνει η πίεση. «Δε βρίσκεται όμως σ’ αυτή την τσάντα. Δεν είναι εδώ και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Γιατί δε διαβάζουμε κάτι από τις περιπέτειες του Έρνι;», πρότεινα πιάνοντας αδέξια ένα από τα αγαπημένα της εικονογραφημένα βιβλία.
«Όχι τον Έρνι», στρίγκλισε η Μόρια, τώρα πια θυμωμένη. «Θέλω τη Ζέβρα, τη θέλω τώρα
.

Οι επιβάτες, το πλήρωμα αλλά και η γυναίκα μου, η οποία καθόταν απέναντι στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, μου έριχναν βλέμματα γεμάτα νόημα, σαν να μου έλεγαν «κάνε κάτι». Κοίταξα το πρόσωπο της Μόρια, κατακόκκινο από θυμό, και κατάλαβα πόσο απογοητευμένη πρέπει να ένιωθε. Στο κάτω-κάτω, εγώ δεν ήμουν εκείνος που μπορούσε να της φέρει αμέσως ένα μπισκότο με μαρμελάδα μόλις το ζητούσε; Να εμφανίσω στην τηλεόραση μεγάλους πορφυρούς δεινόσαυρους με ένα ελαφρό πάτημα του τηλεκοντρόλ; Γιατί λοιπόν κρατούσα μακριά το αγαπημένο της παιχνίδι; Δεν καταλάβαινα πόσο πολύ το ήθελε;

Ένιωσα άσχημα. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Δεν μπορούσα να της δώσω τη Ζέβρα, μπορούσα όμως να της προσφέρω το αμέσως επόμενο καλύτερο: την πατρική στοργή και παρηγοριά.

«Θα ήθελες να είχες τη Ζέβρα τώρα», της είπα.
«Ναιιιι...», απάντησε λυπημένα.
«Και είσαι θυμωμένη γιατί δεν μπορούμε να σου την φέρουμε».

«Ναιι...».

«Θα ήθελες να είχες τη Ζέβρα αυτή τη στιγμή», επανέλαβα καθώς με κοιτούσε με περιέργεια,
σχεδόν με έκπληξη.
«Ναι», ψιθύρισε με ένα ίχνος γκρίνιας στη φωνή της, «τη θέλω τώρα».
«Είσαι κουρασμένη. Αν λοιπόν μπορούσες να μυρίσεις και να αγκαλιάσεις τη Ζέβρα, θα αισθανόσουν καλά. Εύχομαι να την είχαμε εδώ, μαζί μας, και να μπορούσες να την πάρεις στην αγκαλιά σου. Ακόμη καλύτερα, θα ήθελα να αφήναμε αυτά τα καθίσματα και να βρίσκαμε ένα μεγάλο μαλακό κρεβάτι γεμάτο με τα ζώα και τα μαξιλάρια σου, πάνω στο οποίο θα ξαπλώναμε.»

«Ναι», συμφώνησε.

«Δεν μπορούμε όμως να έχουμε μαζί μας τη Ζέβρα γιατί βρίσκεται σε έναν άλλο χώρο του αεροπλάνου», είπα και πρόσθεσα: «Αυτό σε κάνει να νιώθεις απογοήτευση».
«Ναι», είπε βγάζοντας έναν αναστεναγμό.
«Λυπάμαι πολύ», είπα και είδα την ένταση να φεύγει από το πρόσωπό της. Ακούμπησε το κεφάλι της στη ράχη του καθίσματος συνεχίζοντας να παραπονιέται για λίγο ακόμη σε χαμηλούς τόνους. Σιγά-σιγά όμως η ηρεμία επανήλθε. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκοιμηθεί.

Αν και η Μόρια ήταν μόλις δύο ετών, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε: ήθελε τη Ζέβρα της. Μόλις άρχισε να καταλαβαίνει ότι ήταν αδύνατον να την έχει, έπαψαν να την ενδιαφέρουν οι δικαιολογίες μου, τα επιχειρήματά μου, οι προσπάθειές μου να της αποσπάσω την προσοχή. Η αναγνώριση των όσων ένιωθε όμως, την οποία της πρόσφερα, ήταν κάτι διαφορετικό. Η διαπίστωση ότι κατανοούσα τα συναισθήματά της φαίνεται ότι την έκανε να νιώσει καλύτερα. Για μένα το επεισόδιο αυτό υπήρξε μια αξιομνημόνευτη μαρτυρία της δύναμης της ενσυναίσθησης.

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ: ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Φανταστείτε για μια στιγμή πώς θα ήταν να μεγαλώνατε σε ένα σπίτι στο οποίο δεν σαν καταλάβαιναν. Φανταστείτε τους γονείς σας να περιμένουν από εσάς να είστε πάντοτε κεφάτοι, χαρούμενοι και ήρεμοι. Στο σπίτι αυτό η λύπη και ο θυμός θα θεωρούνταν σημάδια αποτυχίας είτε ενδείξεις μιας επερχόμενης καταστροφής. Η μητέρα και ο πατέρας σας θα ένιωθαν άγχος κάθε φορά που σας έβλεπαν να έχετε τις «μαύρες» σας. Σας δήλωναν ότι θα προτιμούσαν να είστε πάντα ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι, να βλέπετε διαρκώς «την ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων», να μην παραπονιέστε ποτέ, να μη μιλάτε άσχημα για τίποτα και για κανέναν. Κι εσείς, ως παιδιά, θα πιστεύατε ότι οι γονείς σας έχουν δίκιο΄ ότι η κακή διάθεση είναι συνώνυμη του κακού παιδιού. Έτσι, λοιπόν, εσείς θα προσπαθούσατε να κάνετε ό,τι μπορείτε για να ανταποκριθείτε στις προσδοκίες τους.

Το κακό είναι ότι στη ζωή σας συμβαίνουν συνεχώς κάποια πράγματα που κάνουν σχεδόν αδύνατη τη διατήρηση αυτής της χαρούμενης βιτρίνας, που με τόση δυσκολία κατασκευάσατε. Η μικρή σας αδελφή εισβάλλει στο δωμάτιό σας και καταστρέφει τη συλλογή των περιοδικών σας. Στο σχολείο έχετε προβλήματα με κάτι για το οποίο δεν φταίτε αλλά σας επιρρίπτουν τις ευθύνες, ενώ ο αγαπημένος σας φίλος αφήνει να «την πληρώσετε εσείς». Κάθε χρόνο συμμετέχετε σε ένα μαθηματικό επιστημονικό διαγωνισμό και κάθε χρόνο τα σχέδιά σας απορρίπτονται. Έπειτα είναι κι εκείνες οι απαίσιες οικογενειακές διακοπές που ο μπαμπάς κι η μαμά σχεδίαζαν επί μήνες, και τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ασταμάτητη κούρσα με το αυτοκίνητο, κατά τη διάρκεια της οποίας η μαμά μιλούσε συνεχώς για τα «υπέροχα τοπία» και ο μπαμπάς έδινε διαλέξεις για τους «εκπληκτικούς» αρχαιολογικούς χώρους.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι δεν πρέπει να σας ενοχλούν. Αν αποκαλέσετε την αδελφή σας «σιχαμερό σκουλήκι», η μητέρα θα σας πει: «Φυσικά δεν το εννούσες». Αν αναφερθείτε στο περιστατικό που συνέβη στο σχολείο, ο μπαμπάς θα απαντήσει: «Κι όμως, κάτι θα πρέπει να έκανες για να προκαλέσεις το δάσκαλό σου». Αποτύχατε στο μαθηματικό διαγωνισμό; «Ξέχνα το, του χρόνου θα τα καταφέρεις καλύτερα». Όσο για τις οικογενειακές διακοπές, «ούτε να το συζητάς, μετά απ’ όλα όσα ξοδέψαμε ο μπαμπάς σου κι εγώ για να σας πάμε σ’ αυτά τα θαυμάσια μέρη...».

Έτσι, μετά από λίγο μαθαίνετε να κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Αν γυρίσετε από το σχολείο όπου αντιμετωπίσατε κάποια προβλήματα, πηγαίνετε απλώς στο δωμάτιό σας και φοράτε το χαμόγελό σας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναστατωθούν ο μπαμπάς και η μαμά. Μισούν τα προβλήματα.

Στο τραπέζι ο μπαμπάς ρωτάει: «Πώς τα πήγες στο σχολείο σήμερα;».

«Καλά», έρχεται η δική σας απάντηση και μαζί ένα χαμόγελο με μισή καρδιά. «Μπράβο, μπράβο», ανταπαντά, «δώσε μου τώρα το αλάτι».

Τι μαθαίνετε λοιπόν σε ένα σπίτι όπου οι πάντες προσποιούνται; Κατ’ αρχάς ότι δεν είστε ίδιοι με τους γονείς σας, οι οποίοι δεν φαίνεται να έχουν όλα αυτά τα κακά και επικίνδυνα συναισθήματα. Μαθαίνετε ότι εξαιτίας αυτών των συναισθημάτων, εσείς αποτελείτε το πρόβλημα. Η λύπη σας είναι «ψύλλοι στ’ άχυρα». Ο θυμός σας πονοκέφαλος για ολόκληρη την οικογένεια. Οι φόβοι σας εμπόδιο στην πρόοδό σας. Πιθανώς ο κόσμος τους θα ήταν τέλειος αν δεν υπήρχατε εσείς και τα συναισθήματά σας.

Με τον καιρό μαθαίνετε ότι δεν έχει καμιά σημασία να μιλήσετε στους δικούς σας για την αληθινή εσωτερική σας ζωή. Έτσι γίνεστε μοναχικοί. Μαθαίνετε ακόμη ότι όσο προσποιείστε τον χαρούμενο όλα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά.

Όλα αυτά φυσικά σας μπερδεύουν, ειδικά όταν μεγαλώνοντας ανακαλύπτετε ότι η ζωή είναι μερικές φορές ένα μεγάλο βάρος. Φτάνουν τα γενέθλιά σας και δεν σας χαρίζουν το παιχνίδι που θέλατε τόσο πολύ. Η καλύτερή σας φίλη βρίσκει μια άλλη καλύτερη φίλη και σας αφήνει να περιμένετε στην καφετέρια. Βάζετε σιδεράκια στα δόντια. Πεθαίνει η αγαπημένη σας γιαγιά. Και πάλι όμως δεν πρέπει να αισθάνεστε όλα αυτά τα κακά συναισθήματα. Γίνεστε έτσι ειδήμονες στην απόκρυψη και στην παρασιώπηση. Ακόμα περισσότερο, κάνετε ό,τι μπορείτε για να μην αισθάνεστε. Μαθαίνετε να αποφεύγετε καταστάσεις που οδηγούν σε συγκρούσεις, θυμό, πόνο. Με άλλα λόγια, αποφεύγετε τους προσωπικούς ανθρώπινους δεσμούς.

Η άρνηση των ίδιων των συναισθημάτων μας δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι όμως δυνατή. Μαθαίνουμε να βρίσκουμε διέξοδο στη διασκέδαση, στην ψυχαγωγία. Το φαγητό μερικές φορές βοηθά στην καταστολή των ανεπιθύμητων συναισθημάτων. Η τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια αποτελούν έναν ιδανικό τρόπο να αποσπάμε την προσοχή μας από τα προβλήματα. Και κάνουμε υπομονή μερικά χρόνια΄ αργότερα θα έχουμε μεγαλώσει αρκετά για να ασχοληθούμε με μερικές αληθινές διασκεδάσεις. Στο μεταξύ, κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να διατηρήσουμε την καλή βιτρίνα, την τέλεια πρόσοψη που δημιουργήσαμε, για να είναι ικανοποιημένοι οι δικοί μας, για να είναι τα πάντα υπό έλεγχο.

Τι θα γινόταν όμως αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά; Τι θα συνέβαινε αν μεγαλώνατε σε ένα σπίτι όπου αντί να πρέπει όλοι να δείχνουν χαρούμενοι, η οικογένεια είχε ως βασικό της στόχο την ενσυναισθητική κατανόηση; Φανταστείτε τους γονείς σας να ρωτούν: «Πώς είσαι;». Κι αυτό γιατί θέλουν πράγματι να ξέρουν πώς είστε στ’ αλήθεια. Ίσως έτσι να μη νιώθατε υποχρεωμένοι να απαντάτε «τέλεια» κάθε φορά, γιατί γνωρίζετε ότι μπορούν να δεχτούν ότι για σας «σήμερα ήταν μια άσχημη μέρα». Δεν θα κατέληγαν αμέσως σε συμπεράσματα, ούτε θα θεωρούσαν ότι κάθε πρόβλημα είναι μια καταστροφή που πρέπει να προλάβουν. Θα άκουγαν μόνο αυτά που είχατε να πείτε και στη συνέχεια θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σας καταλάβουν και να σας βοηθήσουν.

Αν λοιπόν λέγατε ότι λογομαχήσατε με το φίλο σας στο σχολείο, η μητέρα σας μπορεί να σας ρωτούσε πώς συνέβη, πώς νιώσατε και αν μπορεί να σας βοηθήσει να βρείτε μια λύση. Αν γινόταν κάποια παρεξήγηση με το δάσκαλό σας, οι γονείς σας δεν θα έπαιρναν αμέσως το μέρος του. Θα άκουγαν προσεκτικά τη δική σας εκδοχή και θα σας πίστευαν γιατί σας εμπιστεύονται και ξέρουν ότι λέτε αλήθεια. Αν αποτυγχάνατε στο μαθητικό διαγωνισμό, ο πατέρας σας θα σας έλεγε ότι κι εκείνος είχε μια ανάλογη εμπειρία όταν ήταν παιδί. Γνωρίζει το συναίσθημα να περιμένεις νευρικός μαζί με ολόκληρη την τάξη να έρθουν οι ερωτήσεις του διαγωνίσματος και τελικά η όλη ιστορία να καταλήγει σε «φιάσκο». Και αν η μικρή σας αδελφή κατέστρεφε τη συλλογή των περιοδικών που τόσο αγαπάτε, η μητέρα σας θα σας αγκάλιαζε και θα σας έλεγε: «Καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο θυμωμένος. Αγαπούσες πολύ αυτά τα περιοδικά και τα πρόσεχες. Τα μάζευες εδώ και χρόνια».

Τότε είναι πιθανό ότι δεν θα νιώθατε τόσο μόνοι. Θα καταλαβαίνατε ότι οι γονείς σας είναι εκεί για σας, ό,τι και να συμβεί. Θα ξέρατε ότι μπορείτε να στραφείτε σ’ αυτούς για βοήθεια και στήριξη, γιατί θα καταλάβαιναν τι συμβαίνει μέσα σας.

Στην πλέον βασική της μορφή η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να νιώθει κανείς τα συναισθήματα που βιώνει ένα άλλο άτομο. Ως ενσυναισθητικοί γονείς, όταν βλέπουμε τα παιδιά μας να κλαίνε, μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας στη θέση τους και να νιώσουμε τον πόνο τους. Και βλέποντας τα παιδιά μας να χτυπούν τα πόδια τους από θυμό, μπορούμε να νιώσουμε την απογοήτευση και την οργή τους.

Αν μπορέσουμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας αυτό το είδος της βαθύτατης και προσωπικής συναισθηματικής κατανόησης, δείχνουμε πίστη στην εμπειρία τους και τα βοηθάμε να μάθουν να ηρεμούν. Η ενσυναίσθηση μας φέρνει μπροστά σ’ αυτό που οι αθλητές του ράφτινγκ εννούν όταν λένε «εμπρός στη γλίστρα». Δεν έχει σημασία πόσοι βράχοι ή ορμητικά ρεύματα του ποταμού θα ξεπηδήσουν μπροστά στις σχέσεις με τα παιδιά μας΄ εμείς μπορούμε να επιπλέουμε στα νερά του ποταμού καθοδηγώντας τα προς τα εμπρός. Ακόμη και αν η πορεία αποδειχθεί παραπλανητική και γεμάτη κινδύνους (και στην εφηβεία αυτό συμβαίνει συχνά), μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να παρακάμψουν τα εμπόδια και τους κινδύνους και να βρουν το δρόμο τους.

Πώς μπορεί η ενσυναίσθηση να είναι τόσο ισχυρή; Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή η ενσυναίσθηση επιτρέπει στα παιδιά να δουν τους γονείς ως συμμάχους.

Φανταστείτε, προς στιγμήν, μια σκηνή όπου ο οκτάχρονος Κώστας έρχεται στο σπίτι, από την αυλή όπου βρισκόταν, δείχνοντας αποκαρδιωμένος επειδή τα παιδιά που μένουν στο διπλανό σπίτι αρνήθηκαν να παίξουν μαζί του. Ο πατέρας του, ο Χρήστος, μόλις που τον κοιτάζει πάνω από την εφημερίδα του για να του πει: «Όχι πάλι. Κοίτα, Κώστα, είσαι πλέον μεγάλο παιδί, δεν είσαι μωρό. Μη θυμώνεις κάθε φορά που κάποιος σου φέρεται ψυχρά ή σε προσβάλλει. Προσπάθησε να το ξεχάσεις. Πάρε τηλέφωνο κάποιο συμμαθητή σου, διάβασε ένα βιβλίο ή δες για λίγο τηλεόραση».

Επειδή τα παιδιά εμπιστεύονται συνήθως τις εκτιμήσεις των γονέων τους, ο Κώστας είναι πιθανό να σκεφτεί: «Ο μπαμπάς έχει δίκιο. Συμπεριφέρομαι σα μωρό. Γι’ αυτό τα παιδιά δίπλα δε θέλουν να με παίζουν. Αναρωτιέμαι τι φταίει με μένα. Γιατί δεν μπορώ να το ξεχάσω, όπως λέει ο μπαμπάς; Είμαι φοβερά ιδιότροπος. Κανένας δε θέλει να είναι φίλος μου».

Φανταστείτε τώρα πώς θα νιώσει ο Κώστας αν ο πατέρας του τον αντιμετωπίσει διαφορετικά μόλις μπει στο σπίτι. Τι θα συμβεί αν ο Χρήστος αφήσει στην άκρη την εφημερίδα του, κοιτάξει το γιο του και πει: «Δείχνεις στενοχωρημένος, Κώστα. Τι συμβαίνει; Έλα πες μου».

Αν ο Χρήστος ακούσει – ακούσει πραγματικά με όλη του την καρδιά – ίσως ο Κώστας καταφέρει να δημιουργήσει μια διαφορετική εικόνα και να αποκτήσει περισσότερη εκτίμηση για τον εαυτό του. Ο διάλογος θα μπορούσε να εξελιχθεί κάπως έτσι:

Κ: «Ο Θωμάς και ο Νίκος δε θέλουν να παίξουν μπάσκετ μαζί μου».
Χ: «Βάζω στοίχημα ότι αυτό σε πλήγωσε».
Κ: «Ναι, με πλήγωσε και με θύμωσε επίσης».
Χ: «Το βλέπω».

Κ: «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να παίξω μπάσκετ μαζί τους».

Χ: «Μίλησες μαζί τους γι’ αυτό;».
Κ: «Όχι, δε θέλω».
Χ: «Τι θα ήθελες να γίνει;».
Κ: «Δεν ξέρω, ίσως αφήσω το θέμα να ξεχαστεί».

Χ: «Πιστεύεις ότι αυτό είναι το καλύτερο;».

Κ: «Ναι, άλλωστε είναι πιθανό αύριο να έχουν αλλάξει γνώμη. Σκέφτομαι να πάρω κάποιο φίλο μου από το σχολείο και να του πω να έρθει να παίξουμε. Ή μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο. Ίσως, πάλι, να δω λίγη τηλεόραση».

Η διαφορά φυσικά είναι η ενσυναίσθηση. Και στα δύο σενάρια ο Χρήστος ενδιαφέρεται για τα αισθήματα του γιου του. Ίσως να φοβάται ότι ο Κώστας είναι «υπερευαίσθητος» στην
απόρριψη των φίλων και των συμμαθητών του. Θα ήθελε να είναι λίγο πιο σκληρός. Στην
πρώτη εκδοχή, ωστόσο, ο Χρήστος κάνει το συνηθισμένο λάθος να υποδείξει στον Κώστα τους δικούς του στόχους. Αντί να δείξει ενσυναίσθηση, επικρίνει, κάνει μια μικρή διάλεξη και προσφέρει συμβουλές που δεν του ζητήθηκαν. Το αποτέλεσμα είναι οι γεμάτες καλές προθέσεις προσπάθειές του να αποβαίνουν εις βάρος του. Ο Κώστας απομακρύνεται ακόμη πιο πληγωμένος, πιο παρεξηγημένος, και νιώθοντας περισσότερο ιδιότροπος από ποτέ.

Αντίθετα, στη δεύτερη εκδοχή ο Χρήστος αφιερώνει χρόνο να ακούσει το γιο του, δείχνει ξεκάθαρα ότι τον καταλαβαίνει και τον βοηθά να νιώσει πιο άνετα και πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Στο τέλος ο Κώστας παρουσιάζει τις ίδιες λύσεις με αυτές που θα του πρότεινε ο πατέρας του (να βρει έναν άλλο φίλο για να παίξει, να διαβάσει ένα βιβλίο κ.λπ.). Το αγόρι όμως τώρα έχει βρει μόνο του τις λύσεις και φεύγει πιο «ατσαλωμένο» και με ακέραιο τον αυτοσεβασμό του.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ενσυναίσθηση. Όταν επιδιώκουμε να
κατανοήσουμε τις εμπειρίες των παιδιών μας, τα βοηθάμε να νιώσουν ότι έχουν κάποιο στήριγμα. Γνωρίζουν ότι είμαστε στο πλευρό τους. Όταν αποφεύγουμε να τα επικρίνουμε, να μειώσουμε την οξύτητα των συναισθημάτων τους ή να τα εκτρέψουμε από τους στόχους τους, τότε μας αφήνουν να μπούμε στον κόσμο τους. Μας λένε πώς αισθάνονται. Εκφράζουν τη
γνώμη τους. Τα κίνητρά τους αποσαφηνίζονται περισσότερο, και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μεγαλύτερη κατανόηση. Τα παιδιά μας αρχίζουν να μας εμπιστεύονται. Έτσι, όταν εμφανιστούν οι συγκρούσεις, έχουμε ένα έδαφος για την από κοινού επίλυσή τους. Μαζί μας τα παιδιά μπορούν ακόμη και να διακινδυνεύσουν να δοκιμάσουν λύσεις που βρίσκουν μέσα στη σύγχυσή τους. Και μπορεί όντως να έρθει η στιγμή που θα θέλουν πραγματικά να ακούσουν τις συμβουλές μας!

Αν η περιγραφή μου για την ενσυναίσθηση ακούγεται απλή, είναι γιατί είναι πράγματι απλή. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση των παιδιών μας και να ανταποκρινόμαστε ανάλογα. Το γεγονός ωστόσο ότι η ενσυναίσθηση είναι μια απλή έννοια δεν σημαίνει ότι είναι πάντα εύκολο να εφαρμοστεί.

Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τα πέντε βασικά στάδια της συναισθηματικής αγωγής. Πρόκειται για στάδια που οι γονείς ακολουθούν συνήθως για να οικοδομήσουν την ενσυναίσθηση στις σχέσεις με τα παιδιά τους και να αυξήσουν με αυτό τον τρόπο τη συναισθηματική νοημοσύνη τους. Όπως προαναφέραμε, τα στάδια αυτά περιλαμβάνουν:

  1. Την επίγνωση των συναισθημάτων των παιδιών.
  2. Την έκφραση των συναισθημάτων ως μια ευκαιρία για οικειότητα και διδασκαλία.
  3. Την ακρόαση με ενσυναίσθηση και την αναγνώριση των συναισθημάτων του παιδιού.
  4. Τη βοήθεια στο παιδί προκειμένου να εκφράσει λεκτικά και να προσδιορίσει τα συναισθήματά του.
  5. Τον καθορισμό ορίων παράλληλα με τη βοήθεια που προσφέρουμε στο παιδί να βρει λύσεις στα προβλήματά του.

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ: Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Οι μελέτες μας έδειξαν, ότι, για να μπορέσουν οι γονείς να νιώσουν αυτό που νιώθουν τα παιδιά τους, θα πρέπει να έχουν επίγνωση των συναισθημάτων – κατ’ αρχάς των δικών τους και στη συνέχεια των παιδιών τους. Τι σημαίνει όμως «συναισθηματική επίγνωση;». Μήπως σημαίνει να έχουμε την καρδιά μας σε διαρκή διαθεσιμότητα; Να εγκαταλείψουμε τις άμυνές μας; Να αποκαλύψουμε πλευρές του εαυτού μας που κρατούσαμε καλά κρυμμένες; Αν σημαίνει όλα αυτά, τότε οι εκ φύσεως επιφυλακτικοί ή στωικοί μπαμπάδες ίσως αναρωτηθούν τι γίνεται με την ψυχρή ανδρική εικόνα που καλλιεργούν και τελειοποιούν από την εφηβεία τους. Μήπως πρέπει ξαφνικά να αρχίσουν να κλαίνε σε ταινίες της Ντίσνεϊ ή να αγκαλιάζονται με τους άλλους μπαμπάδες μετά το τέλος του ποδοσφαιρικού αγώνα; Αλλά και οι μητέρες, που προσπαθούν να είναι υπομονετικές και ευγενικές ακόμη και σε καταστάσεις έντονου άγχους, ίσως αρχίσουν κι αυτές να ανησυχούν. Τι συμβαίνει όταν επικεντρώνεται κανείς σε συναισθήματα πικρίας ή θυμού; Γκρινιάζει, παραπονιέται και θυμώνει με τα παιδιά του; Χάνει τη στοργή και την υπακοή τους;

Η έρευνά μας έδειξε ότι, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι μπορούν να έχουν συναισθηματική επίγνωση – έχουν τα απαραίτητα εφόδια για να εφαρμόσουν τη συναισθηματική αγωγή – χωρίς να χρειάζεται να είναι υπερβολικά εκδηλωτικοί, χωρίς να νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο. Η συναισθηματική επίγνωση σημαίνει απλά ότι αναγνωρίζουμε πότε βιώνουμε ένα συναίσθημα, ότι μπορούμε να κατονομάσουμε τα συναισθήματά μας και ότι είμαστε ευαίσθητοι στην εκδήλωση των συναισθημάτων των άλλων.

Όταν οι γονείς νιώθουν εκτός ελέγχου

Υπάρχει ένα θέμα το οποίο απασχολεί τους γονείς που φοβούνται μήπως χάσουν τον έλεγχο των αρνητικών συναισθημάτων: το αν επιτρέπεται να αισθανόμαστε. Οι γονείς αυτοί αποφεύγουν ειδικά να παραδεχτούν το θυμό τους, γιατί πιστεύουν ότι τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχό τους. Ίσως φοβούνται μήπως αποξενώσουν τα παιδιά τους ή μήπως τα παιδιά τους αντιγράψουν το δικό τους συναισθηματικό στυλ και χάσουν και εκείνα τον έλεγχό τους. Μπορεί ακόμη να φοβούνται μήπως τραυματίσουν τα παιδιά τους σωματικά ή ψυχολογικά.

Όπως διαπιστώσαμε στις έρευνές μας, οι γονείς που πίστευαν ότι μπορεί να χάσουν τον έλεγχο κάποιου συναισθήματος παρουσίαζαν γενικά ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Βιώνουν συχνά το συγκεκριμένο συναίσθημα (θυμό, λύπη ή φόβο).
  • Πιστεύουν ότι το βιώνουν πολύ έντονα.
  • Δυσκολεύονται να ηρεμήσουν μετά τη βίωση παρόμοιων έντονων συναισθημάτων.
  • Αποδιοργανώνονται και δυσκολεύονται να λειτουργήσουν όσο βιώνουν αυτό το συναίσθημα.
  • Απεχθάνονται τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται όταν βιώνουν το συγκεκριμένο συναίσθημα.
  • Είναι πάντοτε σε θέση επιφυλακής για το ενδεχόμενο εκδήλωσης του συναισθήματος.
  • Ενεργούν ουδέτερα (με ηρεμία, κατανόηση, συμπάθεια), αλλά πρόκειται μόνο για προσποίηση.
  • Πιστεύουν ότι το συναίσθημα είναι καταστρεπτικό, ακόμη και ανήθικο.
  • Νιώθουν ότι χρειάζονται βοήθεια με το συναίσθημα.

Οι μητέρες κι οι πατέρες που ανήκουν σε αυτή την ομάδα προσπαθούν να αντισταθμίσουν το φόβο τους για την απώλεια ελέγχου μεταβαλλόμενοι σε «σούπερ-γονείς» και κρύβοντας τα συναισθήματά τους από τα παιδιά τους. (Οι ίδιοι αυτοί γονείς ωστόσο μπορεί να επιδείξουν υπερβολικό θυμό απέναντι στους συντρόφους τους, ένα αίσθημα του οποίου τα παιδιά μπορούν να γίνουν μάρτυρες). Προσπαθώντας όμως να συγκαλύψουν το θυμό τους, οι γονείς αγνοούν ή στερούνται τις συναισθηματικές στιγμές με τα παιδιά τους. Η ειρωνεία είναι ότι κρύβοντας τα συναισθήματά τους ενδέχεται να μεγαλώσουν παιδιά ακόμη λιγότερο ικανά να χειριστούν τα αρνητικά τους συναισθήματα΄ κι αυτό γιατί οι γονείς τους δεν τους δίδαξαν τον τρόπο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους με μη προσβλητικό και μη καταπιεστικό τρόπο: τα παιδιά μεγαλώνουν συναισθηματικά μακριά από τους γονείς τους, και φυσικά δεν έχουν στη διάθεσή τους ένα πρότυπο από το οποίο θα μπορούσαν να διδαχθούν πώς να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα δύσκολα συναισθήματα.

Παράδειγμα η Σόφι, μια γυναίκα την οποία συνάντησα στις ομάδες γονέων που συντονίζαμε. Παιδί αλκοολικών γονέων, υπέφερε από έλλειψη αυτοεκτίμησης, κάτι συνηθισμένο σε άτομα που μεγαλώνουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Βαθύτατα θρησκευόμενη, η Σόφι έφτασε να πιστεύει ότι, για να ξεπεράσει την ανατροφή της και να γίνει καλή μητέρα, έπρεπε να περάσει ατέλειωτα μαρτύρια και να δείχνει απέραντη καλοσύνη. Η συνεχής αυταπάρνησή της, ωστόσο, την υποχρέωνε συχνά να παλεύει με αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης. Η Σόφι προσπαθούσε να αμβλύνει αυτά τα συναισθήματα, όποτε εμφανίζονταν, κατηγορώντας τον εαυτό της για εγωιστική συμπεριφορά. Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να εξαλείψει τελείως τα «εγωιστικά» συναισθήματα. Κάποιες φορές έχανε την ψυχραιμία της, παραφερόταν και συμπεριφερόταν ιδιαίτερα σκληρά στα παιδιά της, επιβάλλοντας παράλογες τιμωρίες. «Ξέρω ότι τα ξεσπάσματα της οργής μου έκαναν κακό στα παιδιά μου», λέει, «αλλά δεν ήξερα πώς να τα σταματήσω. Ήταν σα να είχα δύο ταχύτητες – μία καλή και μία κακή – και κανέναν απολύτως έλεγχο πάνω στο διακόπτη».

Παρ’ όλα αυτά, η Σόφι δεν αποφάσιζε να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού μέχρις ότου ο γιος της άρχισε να έχει προβλήματα στο σχολείο με τα δικά του ξεσπάσματα οργής. Τότε μόνο και εκείνη κατάφερε να δει με ποιο τρόπο η στάση της απέναντι στα συναισθήματα έβλαπτε τα παιδιά της. Αρνούμενη συνεχώς τα συναισθήματά της, δεν πρόσφερε στα παιδιά της κανένα απολύτως πρότυπο για την αντιμετώπιση των αρνητικών συναισθημάτων που είναι φυσικό να εμφανίζονται στην οικογενειακή ζωή, αισθήματα όπως οργή, πικρία και ζήλια. Βέβαια μια αλλαγή της συμπεριφοράς δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η Σόφι χρειάστηκε να μάθει να επικεντρώνεται συνειδητά σε σκέψεις και συναισθήματα που προηγουμένως θεωρούσε «εγωκεντρικά» ή «ναρκισσιστικά», ακόμη και «αμαρτωλά». Τώρα πια μπορεί να φροντίσει για τις ανάγκες της προτού κατακλυστεί από άσχημα συναισθήματα και χάσει την ψυχραιμία της. Έχει αρχίσει επίσης να κατανοεί πώς η επαφή με τα αρνητικά της συναισθήματα μπορεί να την κάνει μια καλύτερη «οδηγό» για τα παιδιά της όταν αυτά αισθάνονται θυμωμένα, λυπημένα ή φοβισμένα. «Είναι σαν τις οδηγίες ασφάλειας στα αεροπλάνα», εξηγεί. «Πρέπει να φορέσεις πρώτα εσύ τη μάσκα οξυγόνου πριν ξεκινήσεις να βοηθάς το παιδί σου».

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς που φοβούνται μηπως χάσουν τον έλεγχο ούτως ώστε να νιώσουν ικανότεροι να συμπορευτούν με τα παιδιά τους σε συναισθηματικά θέματα; Κατ’ αρχάς θα πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι θεμιτό να εκφράζουμε το θυμό μας αν το παιδί κάνει κάτι που μας θυμώνει. Το «κλειδί» στην προκειμένη περίπτωση είναι να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας με τρόπους που δεν είναι καταστροφικοί για τη σχέση μας. Ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο δείχνουμε δύο πράγματα: (1) ότι τα ισχυρά συναισθήματα μπορούν να εκφραστούν αλλά και να ελεγχθούν΄ και (2) ότι η συμπεριφορά του παιδιού έχει στ’ αλήθεια για μας μεγάλη σημασία. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε το θυμό μας για να δείξουμε το πάθος και την ειλικρίνεια, υπό την προϋπόθεση ότι επικοινωνούμε με αλληλοσεβασμό. Η έρευνά μας δείχνει ότι είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε το σαρκασμό, την περιφρόνηση και τα υποτιμητικά σχόλια για το παιδί, στοιχεία τα οποία συνδέονται με τη μείωση της αυτοεκτίμησής του. Είναι επίσης προτιμότερο να επικεντρωνόμαστε στις ενέργειες του παιδιού και όχι στο χαρακτήρα του. Πρέπει να κάνουμε πολύ συγκεκριμένα σχόλια και να εξηγούμε στο παιδί με ποιο τρόπο οι ενέργειές του μας επηρεάζουν.

Χρήσιμο είναι ακόμη να έχουμε επίγνωση των διαφορετικών επιπέδων της συναισθηματικής αφύπνισης. Αν διαπιστώσετε ότι είστε μεν θυμωμένοι αλλά μπορείτε να μιλήσετε λογικά στο παιδί σας, έτσι ώστε να υπάρχει κάποιος βαθμός κατανόησης, συνεχίστε. Πείτε στο παιδί σας τι σκέφτεστε, ακούστε αυτά που έχει να σας πει και διατηρήστε το διάλογο. Αν πάλι διαπιστώσετε ότι είστε τόσο πολύ θυμωμένοι που δεν μπορείτε να σκεφτείτε καθαρά, κάντε ένα διάλειμμα και επιστρέψτε στη συζήτηση αργότερα, όταν θα νιώθετε λιγότερη ένταση. Επίσης, είναι ανάγκη να «αποσύρεστε» όταν νιώθετε ότι φτάνετε σ’ ένα όριο που αν το ξεπεράσετε θα αρχίσετε να λέτε ή να κάνετε καταστρεπτικά πράγματα, όπως για παράδειγμα να χτυπήσετε ή να βρίσετε τα παιδιά σας. Το ξύλο, ο σαρκασμός, οι απειλές, τα ταπεινωτικά σχόλια ή οι εκφράσεις περιφρόνησης θα πρέπει να αποφεύγονται παντελώς. Αντί να χτυπάτε ή να εκστομίζετε σχόλια που μπορούν να πληγώσουν τα παιδιά σας, είναι προτιμότερο να παίρνετε μια ανάσα και να λέτε στον εαυτό σας ότι θα επανέλθετε στη συζήτηση όταν θα νιώθετε πιο ήρεμοι.

Αν πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος να πληγώσετε σοβαρά το παιδί σας είτε σωματικά είτε ψυχολογικά, τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε σε κάποιον ειδικό για συμβουλευτική βοήθεια. Τέτοιου είδους συμβουλές προσφέρουν τα κατά τόπους κέντρα ψυχικής υγιεινής.

Τέλος, οι γονείς που φοβούνται ότι μπορεί να χάσουν τον έλεγχο καλό είναι να θυμούνται τη θεραπευτική δύναμη της συγγνώμης. Όλοι οι γονείς κάνουν κατά καιρούς λάθη, χάνοντας την ψυχραιμία τους με τα παιδιά τους ή λέγοντας και κάνοντας πράγματα για τα οποία στη συνέχεια μετανιώνουν. Τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν την έννοια της «συγγνώμης» ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Γι’ αυτό μη χάνετε την ευκαιρία να θίξετε το ατυχές συμβάν και να επανορθώσετε όταν νιώθετε τύψεις. Πείτε στα παιδιά σας πώς αισθανόσασταν τη στιγμή του επεισοδίου και πώς αισθανθήκατε έπειτα. Ίσως αυτό να αποτελέσει για εκείνα ένα θετικό παράδειγμα σχετικά με το πώς να χειρίζονται τις τύψεις και τη λύπη τους. Τα παιδιά μπορούν ακόμη να σας βοηθήσουν να βρείτε λύσεις ώστε να προλαμβάνετε περαιτέρω παρεξηγήσεις και συγκρούσεις.

Να έχετε πάντα κατά νου ότι, γενικά, τα παιδιά «διψούν» για ζεστασιά και οικειότητα με τους γονείς τους. Έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να «γιατρέψουν» τη σχέση. Δίνουν στους γονείς τους πολλές δεύτερες ευκαιρίες. Να θυμάστε επίσης πάντα ότι η συγγνώμη είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Και ότι είναι πιο αποτελεσματική σε οικογένειες στις οποίες τα μεν παιδιά μπορούν περιστασιακά να είναι κακοδιάθετα, οι δε γονείς είναι ικανοί να συγχωρούν ανοικτά τα παιδιά τους.

Αν και η εδραίωση της συναισθηματικής αυτοεπίγνωσης είναι πιθανό να απαιτήσει πολύ χρόνο, οι γονείς θα διαπιστώσουν άμεσα τα θετικά αποτελέσματά της. Μια μητέρα που σε τελική ανάλυση δίνει στον εαυτό της την άδεια να θυμώνει είναι βέβαιο ότι θα επιτρέψει ευκολότερα στο γιο της να έχει το ίδιο συναίσθημα. Αν ένας πατέρας παραδεχτεί τη λύπη του, θα είναι πιο ικανός να αναγνωρίσει τη λύπη του γιου ή της κόρης του.

Συναισθηματική νοημοσύνη (Μέρος ΙΙ)

Πηγή: Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών-John Gottman [Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα]

2 comments:

Anonymous said...

Συγχαρητήρια για το πολύ ενδιαφέρον μπλογκ!
κυκλάμινο του βουνού

kalliopi said...

Να είσαι καλά