Thursday, July 05, 2007

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

της Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, στο πλαίσιο της ευρύτατης κοινωνικής προσφοράς του και αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από πυρκαγιά οικοσυστήματος, υπέγραψε προγραμματική σύμβαση ύψους 100 εκατ. δραχμών με το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με έργο: «την εγκατάσταση συστήματος
παρακολούθησης στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και μελέτη επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές».

Ύστερα από μια τριετία συνεχούς και επίπονου έργου, και με την άριστη συνεργασία τόσο του διοικητικού όσο και του επιστημονικού προσωπικού του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και του Ι.Δ.Ε., το έργο ολοκληρώθηκε, μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, με απτά αποτελέσματα για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για την αποκατάσταση πυρόπληκτων δασών της χώρας. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα αυτή, για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, ανακοινώθηκαν στην Ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και το Ι.Δ.Ε. στις 5 Ιουνίου 2001.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επιθυμώντας τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη διενέργεια της πρωτογενούς αυτής έρευνας να διαδοθούν ευρύτατα ώστε να καλυφθεί ένα έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, συμπεριέλαβε στην Προγραμματική Σύμβαση την εκπόνηση του παρόντος συγγράμματος, το οποίο, με φροντίδα και ευθύνη του, θα διατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ως ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των δασικών οικοσυστημάτων που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας. Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η εκ μέρους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ευαισθησία του για την πόλη της Θεσσαλονίκης και τους κατοίκους της, αλλά και η αγάπη και το ενδιαφέρον του για όλες τις πυρόπληκτες περιοχές της πατρίδας μας.

Πιστεύουμε το σύγγραμμα αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε όλους όσοι ασχολούνται με αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών, γιατί τους παρέχεται με λιτότητα, σαφήνεια και επάρκεια κάθε πληροφορία που θα βοηθήσει το δύσκολο έργο τους.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσοι συνέπραξαν για την ολοκλήρωση του ερευνητικού αυτού έργου, αλλά ιδιαίτερα στους συντάκτες του συγγράμματος, δρ. Π. Κωνσταντινίδη, εντεταλμένο ερευνητή Ι.Δ.Ε. /ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και δρ. Σ. Γκατζογιάννη, τακτικό ερευνητή του Ι.Δ.Ε./ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.

Η Πρόεδρος του Δ.Σ.
Ταχ. Ταμιευτηρίου
Ανδρονίκη Μπούμη

Πρόλογος των συγγραφέων

Το Περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, συνολικής έκτασης 30.188 στρ. αποτελεί “πνεύμονα ζωής” και στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς για την πόλη και τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Την 6η Ιουλίου 1997 προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της βλάστησης του Περιαστικού δάσους. Μετά την πυρκαγιά άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων με την εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των δασικών εδαφών, συγκράτησης φερτών υλικών και αναδασώσεων από τις τοπικές Δασικές Υπηρεσίες και άλλους φορείς της πόλης. Οι επεμβάσεις αυτές σχεδιάστηκαν και εκτελέσθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 1997 - Μάρτιος 1998) λόγω της επείγουσας ανάγκης προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση και της αποφυγής πλημμυρικών καταστάσεων και καταστροφών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία του νεοδημιουργούμενου δάσους και για τη μελλοντική ικανότητά του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης.

Την ανησυχία αυτή την αύξησαν ακόμα περισσότερο οι δραστικές αποφάσεις που πάρθηκαν και υλοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των έργων, και ιδιαίτερα της αλλαγής των δασοπονικών ειδών που προϋπήρχαν (κωνοφόρα) και της εγκατάστασης νέων φυλλοβόλων ειδών, όπως της δρυός που κατά τεκμήριο εμφανίζουν μεν μικρότερη ευφλεκτικότητα, αλλά η ευδοκίμησή τους στο συγκεκριμένο χώρο τίθεται από οικολογικής σκοπιάς υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν οι υπόλοιποι μελλοντικοί χειρισμοί των νεοδημιουργούμενων δασοσυστάδων, δεν είναι τέτοιοι που να αίρουν ενδεχόμενους αρνητικούς παράγοντες και να ενισχύουν τα στοιχεία εκείνα του οικοσυστήματος που εξασφαλίζουν ισορροπία και ανθεκτικότητα απέναντι όχι μόνο στις πράγματι δυσμενείς συνθήκες του κλιματεδαφικού περιβάλλοντος του περιαστικού δάσους, αλλά και στις ανθρώπινες πιέσεις και επιβαρύνσεις λόγω γειτνίασής του με το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.

Οι προβληματισμοί αυτοί έδωσαν το έναυσμα σε ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ (που εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης) να εκπονήσει ειδικό πρόγραμμα έρευνας με τίτλο «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης», ως μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδημιουργίας του Περιαστικού Δάσους Θεσσαλονίκης που
κατέβαλαν τότε αγωνιωδώς οι Δασικές Υπηρεσίες του Νομού Θεσσαλονίκης.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και η εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από την πυρκαγιά οικοσυστήματος, χρηματοδότησε το εν λόγω πρόγραμμα έρευνας δίνοντας τη δυνατότητα να επιτευχθούν, στη τριετία που παρήλθε 1998 -2000, οι ακόλουθοι στόχοι :

  • Η συστηματική καταγραφή και η επιστημονική παρακολούθηση του δάσους κατά τα πρώτα έτη αναδημιουργίας του
  • Η αξιολόγηση της κατάστασης και η συναγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα των έργων σταθεροποίησης των εδαφών και αναδάσωσης, για τον κίνδυνο διάβρωσης των δασικών εδαφών και την πρόβλεψη μελλοντικών πλημμυρικών φαινομένων, για το μελλοντικό κίνδυνο πυρκαγιάς και για το σχεδιασμό της μελλοντικής διαχείρισης του δάσους
  • Η συστηματοποίηση της υπάρχουσας γνώσης όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαφόρων δασοπονικών ειδών απέναντι στις δασικές πυρκαγιές Η δημιουργία δασικού φυτωρίου σε συνδυασμό με την προώθηση δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης.

Εκτός από τους στόχους αυτούς και προκειμένου τα συμπεράσματα του προγράμματος να διαδοθούν ευρύτερα καλύπτοντας έτσι το έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, αποφασίστηκε, με πρόταση της διοίκησης και ιδιαίτερα του τότε Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δρ. Παναγή Μπενετάτου, την οποία υιοθέτησαν και οι επόμενες διοικήσεις, η εκπόνηση ειδικής έρευνας, η οποία με τίτλο «επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές» έπρεπε να καλύπτει με απλότητα, σαφήνεια και επάρκεια μια σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα και προτάσεις για την αποκατάσταση διαταραγμένων από τις πυρκαγιές δασικών οικοσυστημάτων.

Με τους γενικούς αυτούς στόχους και με ειδικότερη αναφορά στο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της σωστής και επιτυχούς επιλογής ειδών κατά τις αναδασώσεις των πυρόπληκτων δασών της χώρας, διαμορφώθηκε έτσι και το περιεχόμενο του παρόντος συγγράμματος, το οποίο απευθύνεται προς όλους εκείνους τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές καθώς και σε οποιονδήποτε πολίτη επιθυμεί να επιλέξει δασικά είδη προκειμένου να εμπλουτίσει την περιουσία του και περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεματικές ενότητες.

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα

Στην ενότητα αυτή γίνεται μια εκτενής αναφορά στα ζητήματα των δασικών πυρκαγιών, στοχεύοντας σε μια σφαιρική ενημέρωση γύρω από το φαινόμενο που λέγεται δασική πυρκαγιά, τις διαστάσεις του προβλήματος και τις επιπτώσεις του στο φυσικό και στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στη φιλοσοφία αντιμετώπισής του.

Το πρόβλημα αποκατάστασης των δασών που καίγονται στις πυρόπληκτες περιοχές.

Οι ενέργειες που δρομολογούνται αμέσως μετά από κάθε δασική πυρκαγιά παρουσιάζονται εδώ με μια διάθεση προβληματισμού και κριτικής προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προβλήματα που υπάρχουν και η φιλοσοφία που πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια αναδάσωσης και γενικότερα παρέμβασης σε δασικά οικοσυστήματα που πλήττονται συχνά από δασικές πυρκαγιές.

Η βλάστηση των πυρόπληκτων δασών της χώρας

Μια σύντομη γνωριμία με τη βλάστηση των πυρόπληκτων δασών που κυρίως αφορούν τα μεσογειακά οικοσυστήματα, κρίθηκε αναγκαία εδώ πριν παρουσιαστεί το θέμα της επιλογής των ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.

Η επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές

Οι οικολογικές απαιτήσεις των ειδών της μεσογειακής ζώνης, η συμπεριφορά τους έναντι στη βασική απειλή της φωτιάς, οι αισθητικές ιδιότητες και οι επιδράσεις τους στους φυσικούς και βιολογικούς κύκλους των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όπου αυτά ευδοκιμούν, είναι μερικές βασικές γνώσεις που πρέπει να κατέχει καθένας που επιχειρεί αναδάσωση καμένης έκτασης ή που απλά επηρεάζει αποφάσεις αναδάσωσης. Τη γνώση αυτή επιχειρεί το παρόν πόνημα να δώσει προς τους αναγνώστες του, με τρόπο απλό και κατανοητό για έναν μεγάλο σχετικά αριθμό ενδημικών και αυτοχθόνων δασικών ειδών που ευδοκιμούν στη μεσογειακή ζώνη βλάστησης, με τη φιλοδοξία για μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια ανόρθωσης των δασικών οικοσυστημάτων των πυρόπληκτων δασών που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας.

Ευχαριστίες

Για την ευκαιρία αλλά και την οικονομική δυνατότητα να εκπονηθεί το παρόν σύγγραμμα εκφράζονται θερμές ευχαριστίες προς τη διοίκηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται επίσης και τη Διοίκηση του ΕΘΙΑΓΕ και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών για την πολύπλευρη υποστήριξη που παρείχαν στους συντάκτες του παρόντος συγγράμματος. Για την τεχνική επιμέλεια της έκδοσης εκφράζονται επίσης θερμές ευχαριστίες στο δασολόγο κ. Δημήτρη Παλάσκα.
Θεσσαλονίκη, Μάιος 2001

Οι συντάκτες
Δρ. Π.Ν.Κωνσταντινίδης Δρ. Σ. Γκατζογιάννης
Εντεταλμένος Ερευνητής Τακτικός Ερευνητής
ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ


ΜΕΡΟΣ 1ο

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο και αξιοζήλευτο δασικό πλούτο. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή είναι σημαντική η έκταση που κατέχουν τα δάση στη χώρας μας (25 εκατ. στρ.). Τα δάση αυτά έχουν την ικανότητα να παράγουν ανανεώσιμες πρώτες ύλες, όπως ξύλο, ρητίνη, καρπούς κ.ά.. Παράλληλα έχουν την ικανότητα να προσφέρουν στον άνθρωπο ύψιστης σημασίας ωφέλειες ως αποτέλεσμα των φυσικών λειτουργιών τους, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την υδρονομική προστασία, τη ρυθμιστική επίδραση στον κύκλο των νερών της βροχής και στις ευκαιρίες που παρέχουν στον καταπιεζόμενο σήμερα άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, για αναψυχή και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του. Τέλος, τα φυσικά αποθέματα των δασών μας προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες, με το ρυθμιστικό τους ρόλο στο χώρο του περιβάλλοντος και την ικανότητά τους να προσφέρουν πολύτιμες ευκαιρίες για φυσική ζωή και εξέλιξη σ΄ ένα μεγάλο αριθμό ειδών και πληθυσμών του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Εκτιμάται ότι η φυσική χλωρίδα στην Ελλάδα κατέχει, από άποψη βιοποικιλότητας, τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ιβηρική χερσόνησο, ενώ αξιοζήλευτη θέση διατηρεί και η άγρια πανίδα, τόσο με τα θηλαστικά της, όσο και με τα πουλιά που ενδημούν ή διέρχονται από τα ελληνικά δάση.

Τα δάση, παρά το γεγονός ότι αποτελούν σήμερα την καρδιά του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και μ΄ αυτό μια πολύτιμη πηγή ζωής και πολιτισμού για τους Έλληνες, εντούτοις βρίσκονται σε κίνδυνο. Απειλούνται τόσο από φυσικά αίτια (συχνές πυρκαγιές, διάβρωση, ερημοποίηση κλπ), όσο και από τις ανθρώπινες ενέργειες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση, εκχέρσωση κ.λ.π.) και διαχειριστικές αποφάσεις.

Οι δασικές πυρκαγιές, στις οποίες και επικεντρώνεται η προσοχή του παρόντος συγγράμματος, απετέλεσαν και αποτελούν μια εν δυνάμει αλλά ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη απειλή για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα γενικότερα. Το βέβαιο είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτέλεσαν και θα αποτελούν και στο μέλλον προσδιοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, γιατί το φαινόμενό τους, όχι μόνο δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κρίνεται σκόπιμο να εκλείψει, αφού πολλά από τα δασικά οικοσυστήματα των πυρόπληκτων περιοχών έχουν εξοικειωθεί, στην εξελικτική τους πορεία με το φαινόμενο αυτό, αναπτύσσοντας φυσικούς - βιολογικούς μηχανισμούς άμυνας, προσαρμογής και επιβίωσης.

Η έκταση των δασών και δασικών εκτάσεων που κάθε χρόνο καίγονται, κυμαίνεται, ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες, σε ευρέα όρια, από μερικές δεκάδες χιλιάδες, μέχρι μερικά εκατομμύρια στρέμματα. Την περίοδο 1974 μέχρι 1996 εκαίγοντο ετησίως, κατά μέσο όρο 423 χιλιάδες στρέμματα. Από τις εκτάσεις αυτές 165 χιλ. στρ. ήταν δασοσκεπείς (39%), 177 χιλ. στρ. (42%) μερικώς δασοσκεπείς και 81 χιλ. στρ. (19%) χορτολιβαδικές εκτάσεις ή βοσκότοποι.

Οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα ως μια απειλή εξαιτίας των σοβαρών συνεπειών τους, τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες που διαβιούν στις πυρόπληκτες περιοχές. Η σύγχρονη όμως έρευνα αναδεικνύει το διπλό ρόλο που έχουν να παίξουν οι πυρκαγιές στο μεσογειακό χώρο, τόσο ως οικολογικού παράγοντα που διαμορφώνει τις εξελίξεις στα μεσογειακά οικοσυστήματα, όσο και ως φυσικού κινδύνου και απειλή πρόκλησης σοβαρών καταστροφών στον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον.

Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών

Ο ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων φαίνεται να μην είναι ευρύτερα κατανοητός εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης, είτε μέσω των αναδασώσεων, είτε και της οικονομικής του δραστηριότητας (ανεξέλεγκτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων, οικοπεδοποιήσεις, εκχερσώσεις για γεωργικές καλλιέργειες κ.λ.π.) ή και άλλων μεταπυρικών παρεμβάσεων.

Σήμερα, οι παρατηρήσεις επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δασικές πυρκαγιές σε περιοχές του πλανήτη με ξηροθερμικό τύπο κλίματος, όπως είναι ο μεσογειακός, συνιστούν οικολογικό παράγοντα (αποτελούν δηλαδή μια οικολογική αναγκαιότητα) και ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να ακολουθεί κανόνες και λογικές, που εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα. Δεν πρέπει δηλαδή να επιδιώκεται η εξάλειψη του φαινομένου, αλλά η μείωση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλεί. Πραγματική αντι­με­τώπιση της φωτιάς μπορεί να γίνει μόνο όταν τη δούμε ως ένα φυσικό φαινόμενο, τη μελετή­σου­με χωρίς προκατάληψη και αντιληφθούμε τον πραγματικό της ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Η συνύπαρξη μεσογειακού κλίματος, μεσογειακής βλάστησης και δασικών πυρκαγιών δημιουργεί τόσο έντονες και δυναμικές σχέσεις που αν δεν τις λάβουμε υπόψη κατά τους σχεδιασμούς πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών ή και κατά τη διαχείριση μεταπυρικών καταστάσεων, τότε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας δεν μπορεί να είναι παρά απογοητευτικά και όχι σπάνια καταστροφικά.

Οι ακραίες κλιματεδαφικές συνθήκες των πυρόπληκτων μεσογειακών περιοχών δεν αφήνουν περιθώρια για λανθασμένες επιλογές, γιατί η μεσογειακή βλάστηση βρίσκεται διαρκώς σε λεπτή ισορροποία, έτσι ώστε μικρές διαταραχές να μπορούν εύκολα να οδηγούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η γνώση επομένως των οικολογικών ιδιαιτεροτήτων των μεσογειακών οικοσυστημάτων, είναι προϋπόθεση για τον καθένα που επιχειρεί παρεμβάσεις στα συστήματα αυτά, ανεξάρτητα από τους στόχους της παρέμβασης.

Από το πλήθος των παραγόντων του περιβάλλοντος, ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη των δασικών οικοσυστημάτων έχουν εκείνοι που δημιουργούν τις προ­ϋ­ποθέσεις επιβίωσης και ανάπτυξης των φυτών. Το κλίμα (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, φως, αέρας κλπ.) μιας περιοχής, που είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών μεταφοράς ενέργειας από τον ήλιο προς τη γη και από εκεί προς την ατμόσφαιρα και το διάστημα, έχει για παράδειγμα πολύ ση­μαν­τική επίδραση στην εμφάνιση της φυσικής βλάστησης στον πλα­νή­τη μας.

Μεσογειακό κλίμα

Ο μεσογειακός τύπος κλίματος χαρακτηρίζεται από ξηρά και θερμά καλοκαίρια, με μέτρια υγρούς και όχι ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες. Ο τύπος αυτός κλίματος, αλλά και το οικοσύστημα που τον συνοδεύει, έχει περιορισμένη εξάπλωση στη γήινη επιφάνεια και δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα (πλειστόκαινο). Αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν, ότι ο κλιματικός αυτός τύπος διατηρεί­ται χάρη στα ψυχρά ωκεάνια ρεύματα, τα οποία αν εκλείψουν τότε μαζί τους θα εκλείψει και το μεσογειακό κλίμα.

Τα μεσογειακά περιβάλλοντα βρίσκονται περίπου 30° έως 40° βόρεια και νότια του ισημερινού (εικόνα 1). Πρόκειται για τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική και τη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία. Είναι περιοχές όπου η καμπύλη του βαθμού θέρμανσης (σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος) έχει τη μεγαλύτερη ταύτιση με τη καμπύλη ακτινοβολίας του πλανήτη. Επίσης βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ξηρών περιοχών προς τον ισημερινό και των ψυχρών και υγρών περιοχών προς τους πόλους, καθώς επίσης και των υγρών και ύφυγρων περιοχών προς τα ανατολικά όπου οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις είναι μεγαλύτερες.

Ο κρίσιμος κλιματικός παράγοντας που επηρεάζει την εξάπλωση των μεσο­γειακών οικοσυστημάτων φαίνεται ότι είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Όταν οι μέσες κατώτερες θερμοκρασίες είναι μικρότερες του μηδενός τότε είναι δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι αείφυλλοι - σκληρόφυλλοι μεσογειακοί θάμνοι.

Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αποφασιστικά την εξάπλωση των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών είναι και τα υδατικά αποθέματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο και ιδιαίτερα το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων στις διάφορες εποχές. Ετήσιες βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 200 χιλιοστά λειτουργούν αποτρεπτικά για την ευδοκίμηση της μεσογειακής βλάστησης. Σε περιοχές όπου το διαθέσιμο για τα φυτά υδατικό δυναμικό χειροτερεύει, εξαιτίας απογύμνωσης από πυρκαγιές, υπερβόσκηση ή άλλες αιτίες, τότε αναπτύσσεται εκεί μια άλλη μορφή χαμηλότερης βλάστησης αποτελούμενη κυρίως από ημισφαιρικούς φυλλοβόλους ακανθώδεις θάμνους, που είναι γνωστή παγκοσμίως ως «φρύγανα». Τα φρύγανα προσαρμοζόμενα ακόμα και στα πλέον υποβαθμισμένα εδάφη είναι το τελευταίο σκαλί υποβάθμισης ενός δασικού οικοσυστήματος, αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για ανάκαμψη προς ανώτερες μορφές δάσους, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις (προστασία, καλλιεργητικοί χειρισμοί κ.ά.).

Η μεσογειακή βλάστηση

Οι περιοχές που έχουν μεσογειακό κλίμα, παρά το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένες η μία από την άλλη, εντούτοις ανέπτυξαν έναν κοινό τύπο βλάστησης, με ιδιαίτερη μορφή και σύνθεση και προσαρμοσμένο στις ιδιόμορφες θερμικές, υδατικές, φυσικές και λοιπές συνθήκες της μεσογειακής ζώνης, καθώς και στις συχνές πυρκαγιές και τη συχνή επιβάρυνσή τους από την κτηνοτροφία. Στη χώρα μας, στις περιοχές αυτές, έχουν το άριστο της ανάπτυξής τους οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι που σχηματίζονται από είδη όπως η κουμαριά, ο σχίνος, το πουρνάρι, το φιλλύκι, η αριά, ο ασπάλαθος, η ξυλοκερατιά. Η ποώδης βλάστηση στις περιοχές αυτές ή απουσιάζει τελείως μην αντέχοντας την αλληλοπάθεια και τον ανταγωνισμό σε φως και νερό των θάμνων ή η παρουσία της είναι φτωχή περιοριζόμενη κυρίως στα κράσπεδα και τα διάκενα των δασοσκεπών εκτάσεων. Η παρουσία κωνοφόρων ειδών, όπως είναι η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia), η κουκουναριά (Pinus pinea) και άλλα είδη, συμπληρώνουν τη σύνθεση της μεσογειακής βλάστησης.

Ο ιδιόμορφος αυτός τύπος βλάστησης πήρε διαφορετικά ονόματα στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι ονομάζονται maquis στη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ελλάδα, macchia στην Ιταλία, matorral στη Χιλή και την Ισπανία, chaparral στην Καλιφόρνια, renosterveld στη Νότια Αφρική και mallee στην Αυστραλία. Κοινό όμως επιστημονικό όνομα που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή μορφή βλάστησης, είναι το όνομα “αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι”.

Το φαινόμενο της αειφυλλίας, η δημιουργία δερματωδών φύλλων, το κλείσιμο των στομάτων και η αναστολή της λειτουργίας κατά τις θερμές ώρες ξηρών εποχών, τα αγκάθια στον κορμό και τα φύλλα και η ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών που αποτρέπουν τη βόσκησή τους από κτηνοτροφικά και άγρια ζώα, είναι μερικοί από τους μηχανισμούς προσαρμογής που ανέπτυξαν τα είδη της μεσογειακής βλάστησης προκειμένου να επιβιώσουν στις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στα μεσογειακά περιβάλλοντα.

Τα κυριότερα είδη της Μεσογειακής βλάστησης είναι αείφυλλα. Η αειφυλλία είναι μια προσαρμογή που εξυπηρετεί την εξοικονόμηση ύδατος στην αρχή της βλαστητικής περιόδου. Εκτιμάται ότι τα φυλλοβόλα είδη καταναλώνουν κατά την εποχή έκπτυσσης των φύλλων τους πενταπλάσια ποσότητα νερού από ότι τα κωνοφόρα.

Η ανάγκη εξοικονόμησης νερού δημιούργησε επίσης δύο μορφές φύλλων: τα βελονόμορφα ή λεπιόμορφα (πεύκα, ρείκια κ.λ.π.) με μικρή επιφάνεια και τα μεγάλης επιφάνειας δερματώδη φύλλα (κουμαριές, αγριελιές, σχίνα κ.λ.π.) τα οποία χάρη στην ύπαρξη στρωμάτων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα τους, μειώνουν την απώλεια ύδατος μέσω της εφυμενικής διαπνοής, δηλαδή της διαπνοή που γίνεται μέσω της επιδερμίδας των φύλλων (σκληροφυλλία).

Άλλος μηχανισμός εξοικονόμησης νερού κατά τις θερμές ώρες της ημέρας είναι και το κλείσιμο των στοματίων. Όταν τα μεσημέρια οι θερμοκρασίες ανεβαί­νουν πολύ υψηλά και η ένταση της διαπνοής αυξάνεται τότε, εφόσον τα εδαφικά αποθέματα νερού είναι χαμηλά, κλείνουν αυτόματα τα στόματα των φύλλων και έτσι το φυτό σταματά προσωρινά τη διαδικασία της αφομοίωσης. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε μεν μεγαλύτερη αύξηση του φυτού, την οποία όμως θα ακολουθούσε ξήρανση, γιατί πολύ σύντομα θα είχαν εξαντληθεί τα υδατικά αποθέματα. Με τον τρόπο αυτόν κάθε φυτικό είδος συμβάλλει στην εξοικονόμηση υγρασίας και στην επιβίωση της φυτοκοινότητας ως συνόλου. Κατά συνέπεια είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη εισαγωγή στις εν λόγω φυτοκοινότητες ειδών, που δεν διαθέτουν την ειδική αυτή προσαρμογή.

Για να μπορέσουν να ελέγξουν τα υδατικά αποθέματα του εδάφους, απέκτησαν ορισμένα από τα μεσογειακά είδη την ικανότητα να διαχέουν στο έδαφος ουσίες που είναι ανασταλτικές για τη φύτρωση των σπόρων ή την αύξηση του ριζικού συστήματος των φυταρίων (φαινόμενο αλληλο­πάθειας). Με τον τρόπο αυτό η αναγέννηση από σπόρους μέσα σε δάση αείφυλλων πλατυφύλλων θάμνων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό συμβαίνει και με τους θάμνους και τα δένδρα που πολλαπλασιάζονται μόνο με σπόρους, όπως για παράδειγμα τα θερμόβια πεύκα (χαλέπιος και τραχεία), που αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής βλάστησης. Εάν δηλαδή δεν υπάρξει μείωση της αλληλοπάθειας στο έδαφος, κινδυνεύουν τα είδη αυτά να εκτοπισθούν από μια περιοχή. Η φωτιά είναι ένα μέσο που διαθέτει η φύση για τον καθαρισμό του εδάφους, γεγονός που εξηγεί και την οικολογική σχέση μεταξύ δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων.

Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές

Όμως τα φυτά πρώτα από όλα έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να επιτύχουν τη συνέχειά τους. Έτσι η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς έφθασαν (όχι αδικαιολόγητα) στο ακραίο συμπέρασμα ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά. Έτσι δόθηκε σ΄ αυτά η ονομασία “πυρόφιλα”. Η λέξη αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη “πυρόφυτα“, για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις αλλά και να επισημανθεί το γεγονός ότι τα φυτά αυτά μπορούν να διεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν.

Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε παθητικά και σε ενεργητικά πυρόφυτα. Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν απλά υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα η φελλοφόρος δρυς με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο από υπερθέρμανση, το αρμυρίκι και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους, η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές, καθώς και διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.

Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο δεδρώδες ρείκι, στην άρκευθο και στους περισσότερους μεσογειακούς θάμνους, είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με τα λαδάνια.

Αξίζει εδώ να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο μηχανισμό αντίστασης και προσαρμογής των ειδών στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις πυρόπληκτες περιοχές, σε ότι αφορά τους αείφυλλους θάμνους και τα κωνοφόρα είδη.

Προσαρμογή των θάμνων

Οι αείφυλλοι θάμνοι ανα­νεώνουν ένα μέρος των φύλλων τους ακόμη και το καλοκαίρι με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης πάνω στο έδαφος, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση και μετάδοση της φωτιάς. Στο φυλλό­στρω­μα αυτό πρέπει να συνυπο­λο­γι­στεί και η νεκρή βιομάζα των ετή­σιων ποωδών φυτών που φυ­τρώ­νουν στα διάκενα και στα μονοπάτια του δάσους. Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες κατά κανόνα εύφλεκτες. Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα, ενώ κοιμώμενοι οφθαλμοί διατηρούνται ανενεργοί σε ολόκληρη τη ζωή του φυτού, λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, προστατευόμενοι από τη φωτιά. Η κουμαριά, το δενδρώδες ρείκι, η άρκευθος, το φιλλύκι και άλλοι θάμνοι παράγουν τους νέους βλαστούς από ένα «ρίζωμα» που βρί­σκεται κάτω από το έδαφος και μοιάζει με ρόζο. Ο ρόζος αυτός σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει και οικονομικό ενδιαφέρον γιατί είναι υψηλής αντοχής (σκληρός) και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και την κατασκευή της πίπας των καπνιστών. Εάν ένα δάσος καεί τότε η ταχύτητα ανάπτυξης των πρεμνοβλαστημάτων τον πρώτο χρόνο μετά τη φωτιά είναι πολύ μεγάλη (διότι οι θάμνοι εκμεταλλεύονται τις ήδη υπάρχουσες αποθησαυριστικές ουσίες των ριζών τους). Με τον τρόπο αυτόν προστατεύεται ταυτόχρονα και το έδαφος από διαβρώσεις. Οι περισσότεροι θάμνοι έχουν επίσης την ικανότητα να ριζοβλαστάνουν ενεργοποιώντας κοιμώμενους οφθαλμούς των ριζών, που βρίσκονται πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, αμέσως μετά τη φωτιά. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, βλαστάνει από τις ρίζες αλλά και από τη βάση του κορμού.

Οι έρευνες έδειξαν ότι οι θάμνοι που «ενοχοποιούνται» για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, όπως η σουσούρα, πρεμνοβλαστάνουν με καθυστέρηση δύο ή τριών χρόνων μετά τη φωτιά, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο ριζοβλάστησης των φυταρίων της πεύκης και άλλων ειδών.

Προσαρμογή των πεύκων

Τα θερμόβια πεύκα και ιδιαίτερα η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα, γιατί αναγεννιόνται με τη διασπορά σπόρων που ελευθερώνονται από τους κώνους μετά από κάθε φωτιά. Η χαλέπιος πεύκη αρχίζει να σπερμοφορεί σε μικρή ηλικία και οι κώνοι της ωριμάζουν συνήθως τον τρίτο από την εμφάνισή τους χρόνο. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, ενώ άλλοι την επόμενη χρονιά ή και τη μεθεπόμενη. Μεγάλο μέρος όμως των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι αυτοί δεν καταστρέφονται από πυρκαγιές μέτριας ή μικρής έντασης και διατηρούν μεγάλο μέρος της φυτρωτικής τους ικανότητας και μετά την πυρκαγιά. Όταν εκδηλωθεί πυρκαγιά, το σκληρό κέλυφος των κουκουναριών που προφυλάσσει τους σπό­­ρους ανοίγει, υπό την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών και απελευθερώνει μόλις οι φλόγες σβήσουν, τους σπόρους προκαλώντας έτσι ένα είδος σποράς και φυσικής αναγέννησης των καμένων εκτάσεων.

Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα εί­δη της οικο­γένειας Cistaceae (λαδά­νια). Αυ­τά αναπτύ­σ­σον­ται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψη­λό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συ­χνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι εκτός από το ότι εισχω­ρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.

Χρήσιμο συμπέρασμα

Από την ιδιόμορφη αυτή οικολογική συμπεριφορά των ειδών της μεσογειακής βλάστησης προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να έχει υπόψη του ο μεταπυρικός σχεδιαστής της αποκατάστασης των καμένων οικοσυστημάτων.

Τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και τότε, δηλαδή στην περίπτωση αλλαγής του είδους, οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς είναι πολύ μεγαλύτερες και συχνά μη αναστρέψιμες. Αντίθετα, οι πυρκαγιές στη μεσογειακή ζώνη αλλά και οι αναδασώσεις με είδη της μεσογειακής βλάστησης, δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, εκτός αν εξωγενείς παράγοντες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση κ.ά.) διαταράξουν τη φυσική πορεία των πραγμάτων ή η συχνότητα των πυρκαγιών στην ίδια περιοχή είναι τέτοια, που δε δίνει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των αυστηρών φυσικών κύκλων και διεργασιών που προσδιόρισε η φύση για τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές

Παρά την οικολογική διάσταση και τη σημασία των δασικών πυρκαγιών, οι συνέπειές τους, όταν αυτές αποκτούν μεγάλες διαστάσεις, επαναλαμβάνονται συχνά και συνδυάζονται με λανθασμένους μεταπυρικούς χειρισμούς είναι καταστροφικές, τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο χώρο των πυρόπληκτων δασών.

Σε μια τέτοια περίπτωση εμφανίζεται μια διαδοχική υποβάθμιση, η οποία από ένα σημείο και μετά καθίσταται μη αναστρέψιμη:

  • Καταστροφή της βλάστησης -> διάσπαση δασικών σχηματισμών -> απώλεια ειδών και μείωση βιοποικιλότητας -> διατάραξη του κύκλου ζωής της άγριας πανίδας -> υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση των δασικών οικοσυστημάτων ->ερημοποίηση.
  • Καταστροφή του προστατευτικού μανδύα -> έλλειψη προστασίας και διάβρωση εδαφών -> απώλεια παραγωγικού εδάφους, διατάραξη του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και μείωση της γονιμότητας -> διατάραξη του υδρολογικού κύκλου, λειψυδρία και πλημμυρικά φαινόμενα -> πρόκληση ζημιών σε έργα πολιτισμού και απώλεια ανθρώπινων ζωών -> κόστος αποκατάστασης και αναδημιουργίας του δάσους.
  • Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα -> επιβάρυνση της ατμόσφαιρας -> επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου -> αλλαγές στο κλιματικό περιβάλλον.
  • Υποβάθμιση δασικών λειτουργιών -> μείωση της προσφοράς του δάσους προς τον άνθρωπο.

Εκτός από τη διατάραξη του οικοσυστήματος και τις επιπτώσεις στις φυσικές διεργασίες και στην ποιότητα του περιβάλλοντος, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις των συχνών δασικών πυρκαγιών και στον παραγωγικό τομέα της δασοπονίας. Η εμφάνιση των δασικών πυρκαγιών χωρίς την παρουσία του ανθρώπου εκτιμάται 120-150 χρόνια. Όπως η αύξηση των ακούσιων και εκούσιων εμπρησμών, έχει μειώσει τραγικά αυτόν τον χρόνο. Η εμφάνιση συχνών πυρκαγιών σ΄ ένα δασικό σύμπλεγμα οδηγεί αναπόφευκτα σε αναστολή και πολύ συχνά σε μείωση της παραγωγικής ικανότητάς του, αλλά και σε υποβάθμιση των παραγωγικών διαδικασιών των δασικών εκμεταλλεύσεων συνολικότερα.

Προβλήματα αειφορικής διαχείρισης των δασών προκαλούνται επίσης, λόγω ακριβώς της ακανόνιστης και συνήθως μη προβλέψιμης εμφάνισης των δασικών πυρκαγιών, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα αυτά μεταφράζονται τελικά και σε οικονομικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στις πραγματοποιούμενες ήδη δαπάνες για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, διαμορφώνει μια σοβαρή πηγή εξόδων για τις δασικές εκμεταλλεύσεις και τη δασοπονία γενικότερα.

Ο κύκλος των επιπτώσεων και των απωλειών δεν σταματάει στο χώρο όπου εκδηλώνεται η φωτιά, αλλά επεκτείνεται και πέραν αυτού, δεδομένου του ρυθμιστικού ρόλου του δάσους στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι πλημμύρες στις γεωργικές και κατοικημένες εκτάσεις που βρίσκονται σε χαμηλότερα σημεία των περιοχών που καίγονται, η μείωση των αποθεμάτων νερού και η λειψυδρία είναι μερικές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις της αύξησης των δασικών πυρκαγιών στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών που συνοδεύουν συχνά μεγάλες δασικές πυρκαγιές.

Αίτια των δασικών πυρκαγιών

Οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρή ατμόσφαιρα και οι δυνατοί άνεμοι του θέρους είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες για την εκδήλωση και τη μετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Προϋπόθεση βεβαίως για την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς είναι η ύπαρξη βιομάζας, ικανής (σε ποιότητα, ποσότητα και διάταξη στο χώρο) να αποτελέσει καύσιμη ύλη για την πυρκαγιά.
Η βιομάζα των δασών, παρά το γεγονός ότι είναι οργανική ουσία, εντούτοις δεν αποτελεί στο σύνολό της καύσιμο υλικό για μια δασική πυρκαγιά. Το υλικό που καίγεται είναι κυρίως τα φύλλα, οι βελόνες και τα λεπτά μέρη κλάδων των θάμνων και των δένδρων, καθώς και τα χόρτα και φρύγανα που υπάρχουν στον υπόροφο ή στα διάκενα των δασών.

Συνεπώς, η εκδήλωση και η εξέλιξη μιας πυρκαγιάς, εξαρτώνται άμεσα από την ποσότητα της καύσιμης ύλης που διατηρεί ένας δασικός σχηματισμός, καθώς και από την κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την περιεχόμενη υγρασία και τη διάταξή της στο χώρο. Όταν, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα νεκρής και ξηρής βιομάζας φύλλων και λεπτών κλάδων σε ένα δασικό σχηματισμό και η βιομάζα αυτή παρουσιάζει μια συνέχεια στο χώρο, τότε είναι προφανές ότι ο δασικός αυτός σχηματισμός είναι επιρρεπής στη φωτιά και ο κίνδυνος πυρκαγιάς πολύ μεγάλος.

Όλα αυτά επισημαίνουν μια κατάσταση στην οποία πρέπει να δίνεται η πρέπουσα προσοχή κατά τον αντιπυρικό σχεδιασμό, ότι δηλαδή η αντοχή και αντίσταση ενός δάσους απέναντι στη φωτιά δεν εξαρτάται μόνο από το δασικό είδος, αλλά και από τις δομές που αυτό σχηματίζει και προπάντων από το χειρισμό στον οποίο υποβάλλεται κατά την καλλιέργεια και εν γένει τη διαχείρισή του.

Αν στα στοιχεία αυτά (κλίμα και καύσιμη ύλη), που αποτελούν και το «υπόστρωμα» μιας δασικής πυρκαγιάς, προστεθούν και παράγοντες όπως είναι το ανάγλυφο μιας περιοχής, η καθ’ ύψος ζώνωση της βλάστησης και τέλος ο άνθρωπος, τότε συμπληρώνεται το πλέγμα παραγόντων που επηρεάζει καθοριστικά τόσο το βαθμό κινδύνου και τη συμπεριφορά μιας δασικής πυρκαγιάς όσο και η ικανότητα αντίστασης του δάσους απέναντι στις φλόγες.

Αν εξετάσει κανείς τις αιτίες στις οποίες αποδίδεται μέχρι σήμερα η πρόκληση των δασικών πυρκαγιών θα διαπιστώσει ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε να χαρακτηρίζονται οι δασικές πυρκαγιές αντί για φυσικά, ως ανθρωπογενή πλέον φαινόμενα. Ο ρόλος του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών σύμφωνα με τις οποίες: το 18 % των πυρκαγιών αποδίδεται σε εκούσιους εμπρησμούς, το 24% σε καύση βοσκοτόπων και αγρών, το 56 % σε άλλες αιτίες μεταξύ των οποίων η αμέλεια και μόλις το 2% σε φυσικές αιτίες (κεραυνοί, αυτοανάφλεξη κ.ά.).

Ο ρόλος αυτός του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών δεν είναι τυχαίος αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες που έχουν να κάνουν κυρίως με κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι το δημογραφικό πρόβλημα και η αστυφιλία, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και η υπερμεγένθυση των μεγάλων αστικών κέντρων, η έλλειψη υποδομών κτηματολογίου και χαρτογράφησης των δασών και τέλος η αδυναμία της κρατικής διοίκησης για έναν αποτελεσματικό έλεγχο και διαχείριση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών.

Ένας φαύλος κύκλος γεγονότων εκτυλίσσεται εξαιτίας των κοινωνικών αυτών δεδομένων που οδηγεί τελικά στη μεγέθυνση του προβλήματος και των συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις οδηγεί σε συσσώρευση καύσιμης ύλης στα δάση που χρησιμοποιούσε πριν ο ορεινός κάτοικος για τις ατομικές του ανάγκες και κατ΄ επέκταση σε αύξηση του κινδύνου καταστροφικών πυρκαγιών. Ταυτόχρονα, μειώνεται η παρουσία των ανθρώπων που φυσικά και θεσμικά ήταν φύλακες των δασών και δασοπυροσβέστες (υλοτόμοι, δασεργάτες, δασικοί υπάλληλοι) και αυξάνεται η παρουσία των ευκαιριακών επισκεπτών για δασική αναψυχή και άλλες αιτίες, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους πυρκαγιάς από αμέλεια. Επιδεινώνονται από την άλλη πλευρά τα περιβαλλοντικά προβλήματα στα αστικά κέντρα, προκαλώντας έτσι πίεση στα περιαστικά δάση και έξαρση των φαινομένων οικοπεδοποίησης, παράνομης δόμησης, εκχερσώσεων και καταλήψεων μετά από κάθε δασική πυρκαγιά, με την ανοχή ή την αδυναμία της πολιτείας, τόσο λόγω των ελλείψεων σε κατάλληλα θεσμικά μέσα και εργαλεία, όσο και λόγω των ελλείψεων σε μηχανισμούς φύλαξης και προστασίας των δασών.

Η ελλιπής τέλος παιδεία και ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος αλλά και η υστέρηση που υπάρχει στην ενημέρωση της κοινωνίας σε θέματα δασικών πυρκαγιών και των σχέσεών τους με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα συμπληρώνουν το «παζλ» των προβλημάτων που η σωστή αντιμετώπισή τους από την πολιτεία αλλά και από τον καθένα μας χωριστά θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των καταστροφικών συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Το παρόν σύγγραμμα κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση ενημέρωσης όλων των εμπλεκομένων στις δασικές πυρκαγιές, προβάλλοντας τη σύγχρονη οικολογική αντίληψη και τη γνώση γύρω από τα θέματα των δασικών πυρκαγιών και του ορθολογικού τρόπου της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασών.

2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα

Μετά από κάθε δασική πυρκαγιά ακολουθούν εκ μέρους των Δασικών Υπηρεσιών ενέργειες που έχουν ως στόχο, αφενός μεν την προστασία του οικοσυστήματος από τον κίνδυνο μεγαλύτερης υποβάθμισης και καταστροφής, και αφετέρου την ανόρθωση του καμένου δάσους, δηλαδή την υποβοήθησή του ώστε να επανέλθει στην προηγούμενη δομή και κατάστασή του.

Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν λήψη σειράς θεσμικών μέτρων όπως είναι η κήρυξη της περιοχής που κάηκε ως αναδασωτέας και η εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των εδαφών απέναντι στον κίνδυνο διάβρωσης, συγκράτησης προϊόντων ενδεχόμενης διάβρωσης, αναδασώσεις, φύλαξη της περιοχής κ.λ.π.

Η κήρυξη μιας δασικής έκτασης ως αναδασωτέας οδηγεί σε δεσμεύσεις και ενέργειες που στοχεύουν στη διατήρηση του προϋπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής, την αποφυγή αλλαγής χρήσης του δάσους, την προώθηση ενεργειών αναδάσωσης της καμένης έκτασης και την προστασία της από ενέργειες καταπατήσεων, οικοπεδοποίησης, βόσκησης και γενικά ενεργειών που μπορούν να βλάψουν την ομαλή ανόρθωση του διαταραχθέντος οικοσυστήματος.

Η ενέργεια αυτή συνδέεται συχνά και με προβλήματα εφαρμογής που έχουν να κάνουν με τις εκκρεμότητες που υπάρχουν στο ιδιοκτησιακό κυρίως καθεστώς των δασικών εκτάσεων, αλλά και στις ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε έργα υποδομής, όπως είναι το δασικό κτηματολόγιο, το δασολόγιο και άλλα.

Με την καταστροφή της βλάστησης το έδαφος εκτίθεται μετά την πυρκαγιά στη δράση της βροχής και των άλλων καιρικών συνθηκών (άνεμος, θερμοκρασίες κ.λ.π.). Άμεση είναι η απειλή της έκπλυσης των θρεπτικών συστατικών και η διάβρωση των εδαφών. Εάν συμβεί αυτό, μείωση της παραγωγικότητας και μη αναστρέψιμη απώλεια ενός φυσικού πόρου που η παρουσία του είναι προϋπόθεση για την ανόρθωση και την παραπέρα λειτουργία του οικοσυστήματος. Μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι η απώλεια μικρού βάθους εδάφους από διάβρωση που λαμβάνει χώρα σε λίγα λεπτά της ώρας, μπορεί να αναπληρωθεί με φυσικές διεργασίες εδαφογένεσης μόνο μετά παρέλευση πολλών χιλιάδων ετών.

Για την προστασία και σταθεροποίηση των εδαφών μετά την πυρκαγιά λαμβάνεται συνήθως μια σειρά από συνδυασμένα μέτρα όπως είναι η σπορά ή η φύτευση δενδρυλλίων, η επεξεργασία του εδάφους και η τοποθέτηση κατάλληλων κορμοσειρών, καθώς και η κατασκευή μικρών ή και μεγάλων φραγμάτων για τη συγκράτηση των στερεών υλικών που παρασύρονται από το νερό της βροχής.

Έκτός από τη θετική επίδραση των έργων αυτών στην προστασία και ανόρθωση ενός διαταραγμένου δασικού οικοσυστήματος προκύπτουν συχνά και αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται υπερβολές, οι οποίες εκτός των άλλων οδηγούν και σε υψηλές δαπάνες και αναίτια διατάραξη των εδαφικών συνθηκών, συχνά δε και σε καθυστέρηση στην ανάκαμψη του δάσους και άλλοτε σε αυξημένους κινδύνους νέας φωτιάς εξαιτίας συσσώρευσης ξηρής βιομάζας στην ήδη καμένη έκταση.

Επιβάλλεται επίσης η απαγόρευση της βόσκησης στην καμένη έκταση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο εξαιτίας της αύξησης του κινδύνου διάβρωσης που προκαλούν τα κτηνοτροφικά ζώα, όσο και της άμεσης απειλής καταστροφής της βλάστησης που δημιουργείται με τη φυσική ή την τεχνητή αναδάσωση της καμένης έκτασης. Το μέτρο του περιορισμού της βοσκής αποτελεί βασική λύση του προβλήματος προστασίας και ανόρθωσης των καιγόμενων δασών στη χώρα μας. Εκτιμάται ότι η καταστροφή ή απλά η υποβάθμιση από ανώτερες (υψηλά δάση) σε κατώτερες δομές εξέλιξης (θάμνοι, φρύγανα) πολλών δασών της μεσογειακής ζώνης, δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φωτιά, αλλά κυρίως στις εκχερσώσεις για γεωργικούς σκοπούς και στην ανεξέλικτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων στις καμένες εκτάσεις, κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, παρά τις ρυθμίσεις και απαγορεύσεις της κτηνοτροφίας.

Όλα τα παραπάνω μέτρα συμβάλλουν στην ανόρθωση ενός δασικού οικοσυστήματος που διαταράχθηκε από μια δασική πυρκαγιά. Κορυφαία όμως δράση αποτελεί η αναδάσωση και εν συνεχεία, κατά τα πρώτα έτη μετά από αυτήν, η καλλιέργεια του νεοδημιουργούμενου δάσους.

Μια σειρά ερωτηματικά ή ζητήματα, όπως είναι η επιλογή της μεθόδου (φυσική ή τεχνητή αναδάσωση), η άμεση ή μετά περίοδο αναμονής επέμβαση, η επιλογή των κατάλληλων ειδών, η τεχνική της σποράς ή φύτευσης, η διαθεσιμότητα των κατάλληλων ειδών απασχολούν κάθε φορά τους υπεύθυνους για τις αναδασώσεις δασολόγους και από τη ορθότητα των επιλογών τους εξαρτάται και ο βαθμός επιτυχίας μιας αναδάσωσης.

Είναι γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη για “σωτηρία” και άμεση αναδημιουργία ενός καμένου δάσους, ιδιαίτερα όταν αφορά τα περιαστικά δάση, προβαίνει σε ταχύτατες παρεμβάσεις στα καμένα δάση. Η λογική του επείγοντος, δηλαδή της άμεσης παρέμβασης, αφαιρεί τη νηφάλια και ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος, όπου μπορούν να εξεταστούν διεξοδικότερα τα συν και τα πλην κάθε απόφασης. Αντίστροφα, τα δάση που καίγονται και βρίσκονται μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα συχνά “εγκαταλλείπονται” αφήνοντας το έργο της αναδάσωσης αποκλειστικά και μόνο στη φύση.

Η αντικατάσταση των αυτοχθόνων δασικών ειδών της μεσογειακής ζώνης, όπου αυτή εφαρμόσθηκε με στόχο την αύξηση της αντίστασης του νεοδημιουργούμενου δάσους απέναντι στη φωτιά με λιγότερο εύφλεκτα είδη, με είδη δηλαδή άλλων ζωνών που δεν διαθέτουν τις οικολογικές προσαρμογές των ειδών της μεσογειακής ζώνης είναι ένα ενδεχόμενο (για τα περιαστικά δάση), το οποίο όμως οδηγεί με τρόπο βέβαιο σε αποτυχίες και συνδέεται συχνά με σοβαρές περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των κατάλληλων για αναδασώσεις φυτών, πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος που χρηματοδότησε την παρούσα μελέτη, έδειξε ότι :

Οι Δασικές Υπηρεσίες δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των παραγόμενων φυταρίων αποτελούνται από είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς (κήπους, αστικά άλση κλπ.) και σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, των αντιπυρικών λωρίδων και αλλού.

Όμως η αναλογία μεταξύ μεσογειακών και μη μεσογειακών ειδών που παράγουν τα κρατικά φυτώρια είναι 25% προς 75%. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σημαντικό έλλειμμα σε διαθέσιμα φυτώρια για αναδασώσεις στις πυρόπληκτες περιοχές. Ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι οι δυνατότητες να φυτευθούν σχίνα και αγριελιές, βασικά είδη της ζώνης της ελιάς και χαρουπιάς (Oleo-lentiscetunm), έφθανε το χειμώνα του 1998, μόλις τα 7,5 στρέμματα για το πρώτο και 351 στρέμματα για το δεύτερο είδος.

Όλα τα παραπάνω επισημαίνουν, από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι ο χειρισμός μεταπυρικών καταστάσεων είναι μια πολύ σοβαρή και σχετικά δύσκολη υπόθεση που δεν αφορά μόνο τις εκτάσεις που καίγονται κάθε καλοκαίρι αλλά το φυσικό περιβάλλον στο σύνολό του και υποδεικνύουν, από την άλλη, ότι η παρέμβαση μετά από μια σοβαρή πυρκαγιά σε ένα μεσογειακό οικοσύστημα δεν μπορεί να γίνεται αβασάνιστα, ούτε να υλοποιείται κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης και της επιτακτικότητας για λήψη κάποιων αποφάσεων. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να υπάρχει πάντα πρόβλεψη, από τις δασικές υπηρεσίες, για αποθέματα αναδασωτικού υλικού στα κρατικά φυτώρια και οι παρεμβάσεις που θα αποφασίζονται να διέπονται και να καθοδηγούνται από βασικές οικολογικές αρχές, με σημαντικότερη αυτή:

“της μικρότερης δυνατής διαταραχής του οικοσυστήματος και της ανάγκης δημιουργίας πολυσύνθετων οικολογικά ορθών και ολοκληρωμένων οικοσυστημά­των “.

Είναι ανάγκη επίσης να καθορισθεί μια σαφής εθνική πολιτική για τα θέματα των αναδασώσεων, ιδιαίτερα των πυρόπληκτων περιοχών, ώστε η όλη προσπάθεια να μην κινείται κάθε φορά στο επίπεδο του αυτοσχεδιασμού και των πειραματισμών, αλλά να υπάρχουν σχέδια αποκατάστασης για κάθε πυρόπληκτη περιοχή, έτοιμα πριν ακόμα ενσκύψει η λαίλαπα της φωτιάς, ώστε να υπάρχει επαρκής ετοιμότητα, νηφάλιος και σωστός προγραμματισμός επέμβασης μετά τη φωτιά. Είναι αναγκαία επίσης η αυξημένη μέριμνα της κεντρικής εξουσίας ώστε να υπάρξει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό θεσμικό - νομοθετικό πλαίσιο, επαρκής επιστημονική έρευνα και ενημέρωση πάνω στα ζητήματα των πυρκαγιών των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, αλλά και αποτελεσματικοί θεσμοί διοίκησης, προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων εν γένει.


Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος ΙΙ)

2 comments:

Anonymous said...

πολύ χρήσιμες απόψεις
υπάρχει και δεύτερο μέρος?

kalliopi said...

Ναι, θα το ανεβάσω σύντομα.