Tuesday, July 10, 2007

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος IΙ)


Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)

3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.

Τα φυτά, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, δημιουργούν σε κάθε περιοχή αυστηρά προκαθορισμένες κοινωνίες, η σύνθεση των οποίων εξαρτάται από τα γενετικά αποθέματα και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι κοινωνίες αυτές ονομάζονται φυτοκοινότητες ή φυτοκοινωνίες.

Οι φυτοκοινωνίες, εξαρτώμενες από τις εδαφικές και προπάντων από τις κλιματικές συνθήκες, διακρίνονται χωρικά και σχηματίζουν ζώνες βλάστησης, οι οποίες μεταβάλλονται φυσιογνωμικά όσο μεταβαίνουμε από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αυτό υποδηλώνει αλλά και ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι, κατά τη λήψη των αποφάσεων επιλογής ειδών κατά τη διενέργεια αναδασώσεων, πρώτιστο καθήκον είναι η γνώση του αυξητικού χώρου στον οποίο ανήκει η προς αναδάσωση περιοχή. Έτσι εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει για το αν ένα είδος που προτείνεται για αναδάσωση μπορεί ή όχι να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο.

Πέντε ζώνες βλάστησης κυριαρχούν στον Ελλαδικό χώρο (εικόνα 2):

  • Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
  • Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
  • Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
  • Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή - υπαλπική) και
  • Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia).

Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης


Η ζώνη αυτή είναι η θερμότερη και ξηρότερη ζώνη της πατρίδας μας. Είναι γνωστή ως Quercetalia ilicis ή ζώνη της αριάς, διότι τα όρια της συμπίπτουν με την εξάπλωση της αριάς (Quercus ilex). Σ΄ αυτήν εκδηλώνονται οι περισσότερες πυρκαγιές. Είναι η ζώνη των φρυγάνων και των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς την παρουσία θερμόβιων πεύκων. Εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα, που διακόπτεται τοπικά από γεωργικές και οικιστικές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ζώνη αυτή υποδιαιρείται οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά σε δυο υποζώνες: Την υποζώνη της αγριελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-ceratonion) και την υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis).

Η πρώτη εμφανίζεται στις ακτές της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας καθώς και σε μικρές νησίδες της Νότιας Χαλκιδικής. Με τη σειρά της η υποζώνη αυτή διαιρείται σε δύο αυξητικούς χώρους ή φυτοκοινωνικές ενώσεις, την Oleo-ceratonietum και την Oleo-lentiscetum.

Η Oleo-ceratonietum αποτελεί γεωγραφικά τη χαμηλότερη περιοχή της Νότιας Ελλάδας και κλιματικά το θερμότερο αυξητικό της χώρο. Εμφανίζεται στις χαμηλότερες περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στη Νότια και Ανατολική Πελοπόννησο και στην Αττική. Αποτελεί μια από τις πλέον διαταραγμένες ζώνες εξαιτίας της έντονης παρουσίας του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε τη ένωση αυτή και ως αυξητικό χώρο των φρυγάνων, αφού σε πολλές περιοχές, κυρίως νησιώτικες, κυριαρχούντα είδη είναι οι ακανθώδεις ημίθαμνοι, όπως αστοιβίδα (Poterium spinosum), γενίστα (Genista acanthoclada), γαλατσίδες (Euphorbia acanthothamnos), θυμάρι (Corydothymus capitatus), φασκόμηλο (Salvia sp.), φλόμος (Phlomis fruticosa), σπαράγγι (Asparagus aphyllus), αλογοθύμαρο (Anthyllis hermaniae), κ.λ.π.. Εμφανίζονται επίσης πολλά από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη της ζώνης της αριάς, όπως η ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua), η αγριελιά (Olea europea), o σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus sp.), τα ρείκια (Erica sp.) κ.λ.π.

Επειδή η εμφάνιση των φρυγάνων είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης που προκάλεσε η ανθρώπινη παρουσία (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές), για το λόγο αυτό μπορούν στις περιοχές αυτές να εφαρμοστούν αναδασωτικά προγράμματα πλήρους αναβάθμισης με τον εμπλουτισμό της υπάρχουσας βλάστησης με θερμόβιους αείφυλλους θάμνους και θερμόβια δένδρα. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη όπως τα ρείκια (Erica sp.), οι κουμαριές (Arbutus sp.), τα σχίνα (Pistacia sp.), τα πουρνάρια (Quercus coccifera) και οι αγριελιές (Olea europea), καθώς και δενδρώδη είδη όπως η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμα οικοσυστήματα.

Ο αυξητικός χώρος της Oleo-lentiscetum εμφανίζεται στη μεν νότια και νησιωτική Ελλάδα πάνω από την προηγούμενη ένωση, ενώ βόρεια ξεκινά από το επίπεδο της θάλασσας. Καλύπτει δε μεγάλο μέρος των ανατολικών παραλιακών θέσεων, από τη Χαλκιδική μέχρι και την Πελοπόννησο, με μικρές διακοπές κυρίως στην Όσσα και τον Όλυμπο. Από τη ζώνη αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται θαυμάσια οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, με υπόροφο από περισσότερο ξηρόβιους, αείφυλλους και σκληρόφυλλους θάμνους (αγριελιά, σχίνο, ρείκια, πουρνάρια, φυλίκια) ή λιγότερο ξηρόβιους όπως η μυρτιά και η δάφνη. Στις καλύτερες θέσεις εμφανίζονται ημιαναρριχόμενα είδη, όπως Lonicera sp., Rubia peregrina, Smilax aspera, Clematis vitalba κ.λ.π. Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι εμφανίζουν εδώ την πιο καλή προσαρμογή στις επικρατούσες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των αναδασώσεων (για τον εμπλουτισμό των οικοσυστημάτων).

Η υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis) εμφανίζεται στη Βόρεια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, καταλαμβάνοντας τις δροσερότερες και υγρότερες ακτές της Δυτικής Ελλάδας, τις ανατολικές παρυφές του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου, τη λοφώδη Χαλκιδική και τις ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στις περιοχές που η εμφάνισή της δεν ξεκινά από τη θάλασσα, αναπτύσσεται αμέσως υψηλότερα από τον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum.

Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην υποζώνη αυτή είναι κυρίως αυτά των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς θερμόβια πεύκα. Στα πλέον αβαθή, φτωχά και όξινα εδάφη απαντώνται φυτοκοινωνίες των ειδών της οικογένειας Ericaceae (Erica manipuliflora, Arbutus unedo) και τα λαδάνια (Cistus sp.). Συχνά εμφανίζονται και πεύκα (χαλέπιος ή τραχεία) τα οποία όμως είναι κακόμορφα, πολύ αραιά και το ύψος τους σπάνια ξεπερνά τα 10 μ. Όπου τα εδάφη είναι καλύτερα εκεί εισχωρεί και η Erica arborea, ενώ τα πεύκα σχηματίζουν εδώ κλειστούς σχηματισμούς και αποκτούν μεγαλύτερο ύψος (μέχρι και τα 15 μ). Αντίθετα, στις πολύ καλές θέσεις με βαθιά, γόνιμα και αυξημένης υγρασίας εδάφη εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι της Oleo-lentiscetum και επί πλέον τα σπάρτα (Spartium junceum), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), η αριά (Quercus ilex), καθώς και φυλλοβόλα της ανώτερης βλαστητικής ζώνης όπως ο φράξος (Fraxinus ornus), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και άλλα. Τα θερμόβια πεύκα εμφανίζουν στις περιοχές αυτές το άριστο της ανάπτυξής τους, αποκτώντας ύψος που ξεπερνάει τα 20 μέτρα και σχηματίζουν κλειστές συστάδες. Ανατολικά από τη νοητή γραμμή Δυτικής Θάσου και Δυτικής Κρήτης αναπτύσσεται η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και δυτικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Στη νότια ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα η πεύκη δημιουργεί μικτές συστάδες με το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Σε μια μεγάλη ζώνη της Δυτικής Πελοποννήσου και σε περιορισμένες θέσεις της Αττικής, της Σκιάθου και της Σιθωνίας, σε περιοχές με διαθέσιμο υπόγειο νερό εμφανίζονται πυρήνες με αμιγή δάση κουκουναριάς (Pinus pinea). Γύρω από τους πυρήνες αυτούς δημιουργούνται μικτά δάση κουκουναριάς και χαλεπίου πεύκης, με την κουκουναριά μειούμενη όσο μεγαλώνει η απόσταση. Σε κάθε περίπτωση εισαγωγής, μέσα στα όρια της ζώνης αυτής η κουκουναριά επέδειξε πολύ καλή προσαρμογή, αρκεί να υπήρχε υψηλή στάθμη υπόγειου νερού και πρέπει να προτιμάται λόγω και της παθητικής αντοχής που δείχνει στις πυρκαγιές όταν τα δένδρα της έχουν σχετικά μεγάλη ηλικία.

Οι αυξητικοί χώροι που διακρίνονται σε αυτή την υποζώνη είναι: Adrachno-Quercetum ilicis, Orno-Quercetum ilicis, Lauro-Quercetum ilicis. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ζωνών οφείλονται κυρίως στις τοπικές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, υγρασία, οξύτητα κ.λ.π.) και όχι σε κλιματικές.

Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης.

Όσο ανέρχεται κανείς στα όρη ή εισχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, εγκαταλλείπει βαθμιαία τη μεσογειακή βλάστηση και συναντά είτε μία ιδιόρρυθμη μεταβατική ζώνη που μοιάζει φυσιογνωμικά με εκείνη των αείφυλλων- πλατύφυλλων (Quercetalia ilicis), που διαφέρει όμως από την τελευταία οικολογικά και χλωριδικά, είτε τη ζώνη των ξηρόφιλων φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κυρίως των δρυοδασών. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως Quercetalia pubescentis εξαιτίας της κυριαρχίας της χνοώδους δρυός (Quercus pubescens). Οι φωτιές στα χαμηλότερα σημεία της ζώνης αυτής, αν και δεν είναι σπάνιες είναι σαφώς λιγότερες από ότι στην υποκείμενη ευμεσογειακή ζώνη. Στις υψηλότερες περιοχές της ζώνης όπου διαμορφώνεται η υποζώνη της πλατύφυλλης δρυός, οι φωτιές είναι πολύ σπάνιες, αφού η αύξηση της υγρασίας και των υγρόφιλων ειδών δεν ευνοούν την εκδήλωση και τη διάδοσή τους. Πρόκειται συνήθως για πυρκαγιές που ξεκινούν από τη ζώνη των αείφυλλων και εφόσον δεν ελεγχθούν έγκαιρα εξαπλώνονται στα φυλλοβόλα δρυοδάση.

Τα όρια μεταξύ της ευμεσογειακής και της παραμεσογειακής ζώνης είναι ασαφή στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Την ασάφεια προκαλεί η εξάπλωση του πουρναριού (Quercus coccifera) και στις δύο ζώνες, εξαιτίας της μεγάλης του αντοχής στη βόσκηση και τις πυρκαγιές. Εκτός από το πουρνάρι, στη ζώνη αυτή εμφανίζονται και άλλα θερμόφιλα είδη της ευμεσογειακής ζώνης, όπως είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea oleaster), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το κρητικό λαδάνι (Cistus creticus) και άλλα.

Το κλίμα εδώ γίνεται βαθμιαία ηπειρωτικότερο. Οι χειμώνες είναι ψυχρότεροι, οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και η ξηρή περίοδος χρονικά περιορίζεται. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από 0ο C και οι χιονοπτώσεις διαρκούν από μερικές εβδομάδες μέχρι και πάνω από δύο μήνες. Και αυτή η ζώνη διαιρείται φυσιογνωμικά, οικολογικά και χλωριδικά σε δύο υποζώνες: στο Ostryo-Carpinion και το Quercion confertae (frainetto)-cerris, ενώ στη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) ίσως είναι σκόπιμη η διάκριση και μιας τρίτης υποζώνης, αυτής του Quercion cocciferae.

Η διάκριση μεταξύ της μεσογειακής και της υπομεσογειακής (Ostryo-Carpinion) ζώνης βλάστησης στην Κ. και Β. Ελλάδα είναι αρκετά σαφής και εύκολη. Όμως στη Ν. Ελλάδα και στην Κρήτη τα όρια είναι ασαφή επειδή η Quercus coccifera εμφανίζεται και στο Oleo-ceratonion δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό αυξητικό χώρο (ένωση) του Cocciferetum mixtum. Εδώ εμφανίζεται μια σειρά ενώσεων (αυξητικών χώρων) όπως το Quercetum cocciferae ή Cocciferetum, το Coccifero-Carpinetum και το Carpinetum orientalis.

Ο αυξητικός χώρος του Quercetum cocciferae ή Cocciferetum εμφανίζεται κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Η εξάπλωση του ευνοείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συχνές πυρκαγιές και είναι προϊόν υποβάθμισης προϋπαρχόντων βλαστητικών μορφών. Πολλές φορές ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μ. αποτελώντας τον υπόροφο της μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Η φύση της βλάστησης ευνοεί εδώ τη διάδοση της πυρκαγιάς.

Το Coccifero-carpinetum καταλαμβάνει σημαντικές περιοχές κύρια στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Πρόκειται για σύμπυκνες θαμνοσκεπείς εκτάσεις που μοιάζουν φυσιογνωμικά με αυτές των αειφύλλων σκληροφύλλων ειδών, γι’ αυτό και θεωρούνται ως ψευδοσκληρόφυλλη βλάστηση (ψευδομακί). Κυρίαρχα είδη του αυξητικού αυτού χώρου είναι ο γαύρος (Carpinus orientalis) και το πουρνάρι (Quercus coccifera). Και εδώ, η αντοχή του πουρναριού στις ανθρώπινες δραστηριότητες (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υλοτομίες) το κάνει κυρίαρχο είδος. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται επίσης ως προϊόν υποβάθμισης και για το λόγο αυτόν οι διαχειριστικές μέθοδοι πρέπει να οδηγούν στην επαναφορά προηγούμενων καταστάσεων, δηλαδή σε οικοσυστήματα που κυρίαρχα δενδρώδη είδη ήταν κυρίως η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto).

Ο αυξητικός χώρος του Carpinetum orientalis εμφανίζεται κυρίως σε βόρειες εκθέσεις λόφων στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών της Μακεδονίας (Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου). Εμφανίζεται επίσης στους πρόποδες των υψηλών ορέων, όπου ή αντικαθιστά το Coccifero-carpinetum ή το διαδέχεται καθ’ ύψος. Η βλάστηση εδώ αποτελείται κυρίως από φυλλοβόλα είδη, όπως ο γαύρος (Carpinus orientalis), ο φράξος (Fraxinus ornus), το ρούδι (Rhus cοriaria), τα σφενδάμια (Acer sp.), οι σουρβιές (Sorbus sp.), οι θερμόβιες δρύες (Quercus pubescens, Q. frainetto) κ.λ.π.

Με την αύξηση του υψομέτρου (εικόνα 2) εμφανίζεται μια ζώνη με ιδιόμορφα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων που υπάγεται στην υποζώνη του Quercion frainetto-Cerris. Η υποζώνη αυτή εκτείνεται ως λοφώδης-υποορεινή ή και ορεινή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην υποζώνη αυτή ανήκει περίπου το 1/3 των Ελληνικών δασών. Και εδώ μπορούν να διακριθούν περισσότερες φυτοκοινωνικές ενώσεις (αυξητικοί χώροι) όπως: Quercetum frainetto, Tilio-Castanetum, Aceri-Castanetum, Quercetum montanum (Quercetum cerris και Quercetum dalechampii) κ.λπ. Οι συνθήκες αυξημένης υγρασίας που κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και η παρουσία υγρόφιλης βλάστησης δεν ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση των δασικών πυρκαγιών.

Οι υπόλοιπες ζώνες βλάστησης

Πέρα από τις δύο αυτές ζώνες υπάρχουν και οι τρεις υψηλότερες

Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων. Στις ζώνες αυτές οι πυρκαγιές είναι σπανιότατο φαινόμενο και εμφανίζονται σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτόν γίνεται εδώ απλή αναφορά και όχι λεπτομερής παρουσίασή τους.

Η ζώνη δασών οξυάς - ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική) εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος και συγκροτείται από αμιγή ή μικτά δάση υβριδογενούς ελάτης και οξυάς που φθάνουν μέχρι τα ανώτερα δασοόρια (1800 - 1900 μ.). Οι φωτιές αποτελούν εδώ σπανιότατο φαινόμενο και όταν συμβαίνουν είναι κυρίως έρπουσες και όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικές.

Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή - υπαλπική) εμφανίζεται στα υψηλά όρη της Βόρειας Ελλάδας και σχηματίζεται από τα δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης. Οι πυρκαγιές στη ζώνη αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίως βλάστηση με διάσπαρτους μικρούς θάμνους. Ούτε η ποσότητα οξυγόνου, ούτε η καύσιμη ύλη είναι ποτέ αρκετά ώστε να υπάρξει αξιόλογη πυρκαγιά στη ζώνη αυτή.

4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών

Οι δασικές πυρκαγιές εκδηλώνονται κατά κανόνα σε μια καθορισμένη περιοχή, που συμπίπτει αρκετά με την περιοχή όπου έχουμε μεγάλη ή μικρότερη επίδραση του μεσογειακού κλίματος. Θα μπορούσαμε με ικανοποιητική ακρίβεια να καθορίσουμε τα όρια των περιοχών που καίγονται συχνότερα εάν ακολουθήσουμε τα όρια των ζωνών της φυσικής βλάστησης της χώρας (βλ. χάρτη 1). Οι παρατηρήσεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών συμβαίνει στη χαμηλότερη ζώνη βλάστησης, δηλαδή την ευμεσογειακή ζώνη της αριάς (Quercetalia ilicis). Στην αμέσως ανώτερη ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) οι πυρκαγιές μειώνονται σε αριθμό και μάλιστα στην υψηλότερη υποζώνη της, της πλατύφυλλης δρυός (Quecion frainetto-cerris), είναι ακόμη σπανιότερες. Από εκεί και πάνω, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, τόσο ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται για να περιοριστούν αυτές μόνο σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Τα προτεινόμενα δασικά είδη

Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται σε προηγούμενα κεφάλαια, ότι δηλαδή τα φυτά αναπτύσσονται και επιβιώνουν μόνο σε καθορισμένες οικολογικά θέσεις, ότι η φύτευση δασικών ειδών σε περιοχές εκτός της φυσικής τους ζώνης είναι ενέργεια παρακινδυνευμένη και ότι οι πυρκαγιές συνήθως ξεσπούν στην ευμεσογειακή και δευτερευόντως στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος δασικών ειδών (πίνακας 1)τα οποία θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν την επιτυχή αναβάθμιση των καιγομένων εκτάσεων. Τα φυτά που προτείνονται δεν είναι φυσικά τα μόνα, αλλά θεωρούνται ως τα σημαντικότερα της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής χλωρίδας. Η είσοδος κάθε φυτού, στον προτεινόμενο πίνακα, αποτελεί προϊόν βαθύτατης μελέτης της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, αλλά και προσωπικής έρευνας των συγγραφέων του παρόντος βιβλίου σε πλήθος πυρόπληκτων οικοσυστημάτων τη χώρας μας.

Τα είδη που προτείνονται ταξινομούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Στα είδη που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη ευμεσογειακή βλαστητική ζώνη και στα είδη της ευκαιριακά καιγόμενης παραμεσογειακής βλάστησης. Μια τρίτη ομάδα ειδών που συγκροτούν τη βλάστηση των ρεμάτων και των οχθών των ποταμών και χαρακτηρίζονται ως “αζωνικά είδη” συμπληρώνουν τον κατάλογο των ειδών θάμνων, δένδρων και αναρριχόμενων ειδών που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και περιγράφονται αναλυτικά στο Β’ μέρος του παρόντος βιβλίου.

Πίνακας 1. Προτεινόμενα είδη για αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών.

Είδη της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Ailanthus altissima
Ceratonia silιqua
Cupressus sempervirens
Laurus nobilis
Olea europea
Pinus brutia
Pinus halepensis
Pinus pinea
Quercus coccifera
Quercus ilex
Robinia pseudoacacia

Θάμνοι

Arbutus andrachne
Arbutus unedo
Asparagus acutifolius
Buxus sempervirens
Calicotome villosa
Cistus incanus
Cistus salviefolius
Coronilla emeroides
Erica arborea
Μyrtus communis
Paliurus spina-christi
Phillyrea latifolia
Pistacia lentiscus
Pistacia terebinthus
Pyracantha coccinea
Spartium junceum
Tamarix pendrata

Αναρριχόμενα

Clematis flammula
Clematis vitalba
Lonicera periclynenum

Είδη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Acer platanoides
Acer pseudoplatanus
Carpinus betulus
Celtis australis
Cercis siliquastrum
Fraxinus angustifolia
Juglans regia
Juniperus oxycedrus
Ostrya carpinifolia
Quercus pubescens
Tilia tomentosa

Θάμνοι

Berberis vulgaris
Colutea arborescens
Fraxinus angustifolia
Fraxinus ornus
Juniperus communis
Prunus mahaleb

Αζωνικά είδη

Δένδρα

Alnus glutinosa
Platanus orientalis
Aesculus hippocastanum
Populus alba
Populus nigra
Populus tremula
Salix alba
Salix fragilis
Sorbus torminalis
Quercus frainetto

Θάμνοι

Nerium oleander
Vitex agnus castus
Crataegus monogyna
Rosa canina

Επειδή τα φρύγανα αποτελούν οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων εξαιρέθηκαν από τον πίνακα 1 εκτός από τα λαδάνια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εγκατάσταση των πεύκων μετά από μια πυρκαγιά. Πέρα από αυτό, τα φρύγανα διατηρούν από μόνα τους μια σημαντική ικανότητα επιβίωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα τόσο έντονη που αρκετές φορές δυσχεραίνουν την φυσική ή και την τεχνητή αναδάσωση.

Τα προτεινόμενα είδη ανήκουν επίσης όλα στη φυσική χλωρίδα της χώρας, εκτός από τον αείλανθο και την ψευδακακία που δείχνουν μια σημαντική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για αναδασώσεις ιδιαίτερα προστατευτικών και αισθητικών δασών.

Ιδιότητες και συμπεριφορά των ειδών

Για κάθε δασοπονικό είδος του παραπάνω πίνακα δίνονται, στο Β μέρος της παρούσας μελέτης, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε υπεύθυνος σχεδιασμού μιας αναδάσωσης αλλά και κάθε τρίτος που μπορεί να συνεισφέρει σ΄ αυτήν, προκειμένου να υπάρχει συγκεντρωμένη η γνώση που χρειάζεται για μια σωστή επιλογή ειδών κατά την αναδάσωση πυρόπληκτων δασών.

Οι κλιματεδαφικές απαιτήσεις, η γενική περιγραφή του κάθε είδους, ο χρόνος άνθισης και παραγωγής σπόρων, η γενική χρησιμότητα, ο τρόπος που κάθε φυτό αντιμετωπίζει τις φωτιές, η μεταπυρική του αντίδραση, η αντοχή του στις υψηλές θερμοκρασίες είναι μερικές από τις πληροφορίες που δίνονται για κάθε φυτό χωριστά. Επίσης δίνονται συμβουλές για το είδος της αναδάσωσης στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να περιοριζόμαστε μόνο στη δημιουργία δασικών οικοσυστημάτων αλλά και για φυτεύσεις δρόμων, πάρκων και αλσυλλίων. Τέλος δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο πολλαπλασιασμού κάθε φυτού, για την επεξεργασία των σπόρων ή των μοσχευμάτων, για το χρόνο φύτευσης, για τις ανάγκες προστασίας των φυτών στο φυτώριο, για την εποχή μεταφύτευσης και τέλος για τις ανάγκες των φυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Εκτός από την περιγραφή αυτή, παρατίθενται επίσης και ειδικοί πίνακες (Πίν. 2 και 3), όπου οι βασικότερες πληροφορίες για τα επιμέρους είδη παρουσιάζονται κωδικοποιημένα κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η επιλογή των ειδών (άμεσα και πρακτικά), σε κάθε περίπτωση αναδάσωσης πυρόπληκτης περιοχής. Στον πίνακα 2 δίνονται και πληροφορίες για τη ζώνη όπου ευδοκιμούν τα διάφορα φυτά, καθώς και για τα σημεία της χώρας όπου αυτά εμφανίζονται με φυσικό τρόπο.

Η συμπεριφορά και η ικανότητα αντίστασης των φυτών απέναντι στη φωτιά παρουσιάζονται επίσης στον πίνακα 2.

Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται ομάδες φυτών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από κοινού ολοκληρωμένα οικοσυστήματα. Η διάρθρωση των ειδών αυτών γίνεται με την καθ΄ ύψος κατανομή τους, όπως γίνεται ακριβώς στη φύση.

Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές

Όταν η τεχνητή παρέμβαση για αναδάσωση καμένου δάσους κριθεί αναγκαία, τότε η πλέον κρίσιμη απόφαση που μέλει να προδικάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο νεοδημιουργούμενο δάσος είναι αυτή της επιλογής των δασικών ειδών.

Η επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά δασικών ειδών φαίνεται κατ΄ αρχήν ότι είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν και οι συνδυασμοί ειδών, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε συνθήκες, είναι πολυάριθμοι.
Όμως, η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ακολουθώντας μια σειρά κανόνων και οδηγιών που είναι σε θέση να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με αυτά που αναλύθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  • Αντιγραφή της φύσης και γνώση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής
  • Λεπτομερής γνώση του σταθμού και καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών
  • Σαφήνεια αναφοράς στις μελλοντικές ανάγκες και τους στόχους διαχείρισης της καμένης έκτασης.

Η αντιγραφή της φύσης και η διερεύνηση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής.

Το πρόβλημα της επιλογής των ειδών μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση, αρκεί να μελετήσει κανείς την κατάσταση (από απόψεως σύνθεσης ειδών) στην οποία ήταν ένα δάσος πριν από μια πυρκαγιά ή και παλαιότερα και να καταλήξει σε προτάσεις που θα οδηγούν στην επαναδημιουργία της.

Η αντιγραφή της φύσης είναι ο πλέον αποδοτικός και ασφαλής τρόπος επιλογής των δασοπονικών ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε περιοχή που καίγεται.

Όταν αναφερόμαστε στην αντιγραφή της φύσης, αυτό δεν αφορά μόνο τα δενδρώδη είδη, αλλά στο σύνολό της (είδη, δομές κ.λ.π.) διότι στόχος είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων, που είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των εδαφικών πόρων.

Ακόμη και στα πλέον διαταραγμένα οικοσυστήματα διατηρούνται πλήθος χλωριδικά στοιχεία, τα οποία μπορούν σε έναν έμπειρο δασολόγο να δώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται για να τα αναβαθμίσει.

Η λεπτομερής γνώση του σταθμού, σε συνδυασμό με την καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών και οι μελλοντικοί στόχοι διαχείρισης

Αν η παρατήρηση της φύσης μας οδηγεί να πάρουμε συνολικές αποφάσεις για τα είδη που μπορούν να φυτευτούν σε μια περιοχή, η απόφαση όμως για το πού ακριβώς (στο μικροχώρο) το καθένα από αυτά θα φυτευτεί εξαρτάται από τη γνώση των επιμέρους συνθηκών της περιοχής (έδαφος, μικροκλίμα, υδατικές συνθήκες κλπ), αφού τα είδη ακόμα και της ίδιας φυτοκοινότητας διαφοροποιούνται ως προς τις απαιτήσεις τους.

Εκτός αυτού, ο σταθμός αφήνει περιθώρια επιλογών στα πλαίσια των οποίων μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν ειδικότεροι στόχοι διαχείρισης σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες.

Στην προσπάθεια της επιλογής δασοπονικών ειδών, πρόσθετες πληροφορίες θα είναι πολύ χρήσιμες, εφόσον αυτές σχετίζονται πέρα από τις οικολογικές και με οικονομικές παραμέτρους ή άλλους δασοπονικούς στόχους (αναψυχή, προστασία, αναβάθμιση τοπίου κ.λ.π.).

ΜΕΡΟΣ 2ο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L.
Οικογένεια Aceraceae
Ελληνικό όνομα Σφενδάμι πλατανοειδές

Γενικά: Δέντρο φυλλοβόλο, ταχυαυξές, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ.(σύνηθες 20 μ.).
Φύλλα: Διαθέτουν μακρύ μίσχο. Έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς. Μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου, εξ ου και το όνομά του. Όταν θραύονται απελευθερώνουν καυστικό γαλακτώδη χυμό. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί.
Κλιματικές απαιτήσεις: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εδαφικές απαιτήσεις: Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη).
Άνθη - καρποί: Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.
Χρησιμότητα: Το βαθύ κόκκινο χρώμα που παίρνουν τα φύλλα του το φθινόπωρο το καθιστούν, ως ένα από τα πλέον αξιόλογα διακοσμητικά είδη. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Ως προς το ξύλο θεωρείται χαμηλής αξίας φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως για αντιανεμική προστασία, άλλων καλλιεργειών και για την παραγωγή γλυκαντικών ουσιών.
Προτάσεις αναδασώσεων: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων. Στη μεσογειακή ζώνη μπορεί να φυτευτεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η προστασία του, από τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Προτιμάται η φύτευσή του σε πόλεις για δημιουργία σκιάς, κατά μήκος των δρόμων ή γύρω από βιομηχανικές μονάδες επειδή αντέχει στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το πυκνό φύλλωμα με τα μεγάλα πεντάλοβα φύλλα και η μεγάλη και στρογγυλή κόμη το κάνουν ιδιαίτερα κατάλληλο δένδρο για διακοσμητικές αναδασώσεις. Επίσης μπορεί να προτιμηθεί σε δενδροφυτεύσεις περιοχών με ιδιαίτερα ισχυρή πίεση βοσκής, διότι τα φύλλα του δεν βόσκονται εξαιτίας του μη φαγώσιμου καυστικού, γαλακτώδη χυμού. Εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης του σε διακοσμητικές φυτεύσεις, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, οι οποίες όμως πρέπει να αποφεύγονται, εφόσον θέλουμε να κάνουμε φυτεύσεις εμπλουτισμού σε δασικές εκτάσεις. Αναπτύσσει έντονη αλληλοπάθεια, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στη φύτρωση και την ανάπτυξη των γειτονικών φυτών. Απαιτούνται συχνές αποκλαδώσεις των νεκρών κλαδιών.
Αντίδραση στις πυρκαγιές: Είναι είδος που δεν αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικά σε νεαρή ηλικία ο λεπτός λείος φλοιός του δεν μπορεί να το προστατέψει από τις ακτινοβολίες, κατά τη διάρκεια μιας έστω και μέτριας έντασης πυρκαγιάς. Είναι ενεργητικά πυρόφυτο. Παραβλαστάνει ταχύτατα μετά από φωτιά.
Πολλαπλασιασμός: Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με μοσχεύματα, είτε με φύτευση σπόρων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να προέρχονται από νεαρά υγιή φυτά.
Οι σπόροι πρέπει να συλλέγονται αφού ωριμάσουν (μετά τον Οκτώβριο), αλλιώς η φυτρωτικότητα μειώνεται σημαντικά. Αφού ξεραθούν, τοποθετούνται σε σάκους σε ξηρό και δροσερό μέρος. Πριν τη χειμερινή αποθήκευση πρέπει να εμποτιστούν τουλάχιστον για 24 ώρες. Ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης θεωρούνται όταν η διάρκεια δε ξεπερνά τους 4 μήνες και η θερμοκρασία διατηρείται κάτω από 8ο C. Η σπορά γίνεται στο τέλος του χειμώνα, όταν εξαλείφεται ο κίνδυνος των όψιμων παγετών. Οι σπόροι αρχίζουν να φυτρώνουν περίπου ένα μήνα μετά τη φύτευση.
Εάν οι σπόροι συλλεχθούν πριν την ωρίμανσή τους πρέπει να στρωματωθούν αμέσως για τρεις τουλάχιστον μήνες και στη συνέχεια τοποθετούνται μέχρι να σπαρθούν, σε ψυγείο.
…………………………


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2

Λατινικό όνομα: Πρόκειται για το επιστημονικό όνομα του είδους, που χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κοινό όνομα: Το κοινό όνομα του φυτού, όπως είναι γνωστό ευρύτερα στη χώρα μας.
Φυλλοβόλο/ αείφυλλο: Φ=φυλλοβόλο, Π=Πλατύφυλλο.
Σύνηθες ύψος: Το ύψος που συνήθως υπό κανονικές συνθήκες φθάνει το δένδρο σε μέτρα.
Σύνηθες πλάτος κόμης: Η διάμετρος κόμης που συνήθως αναπτύσσει το δένδρο σε μέτρα.
Ταχύτητα ανάπτυξης: Η ταχύτητα με την οποία αυξάνει σε μέγεθος ένα δένδρο, (Τ=Ταχυαυξές, Μ=Μέτρια ταχύτητα ανάπτυξης, Β=Βραδυαυξές).
Εποχή άνθησης: Οι μήνες κατά τους οποίους ένα φυτό είναι ανθισμένο
Εποχή ωρίμανσης σπόρων: Οι μήνες που ωριμάζουν σε κάθε φυτό οι σπόροι (δεν αναφέρονται οι περιπτώσεις που οι σπόροι ωριμάζουν τα επόμενα από την άνθηση χρόνια).
Φυτό αρωματικό: Εάν το φυτό ανήκει στην αρωματική χλωρίδα (Ο=Όχι, Ν-Ναι).
Τύπος άνθους: Μ=Μόνοικο, Δ=Δίοικο, Ε=Ερμαφρόδιτο.
Τρόπος γονιμοποίησης: Μ=Μέλισσα, ΕΝ=Άλλα έντομα, ΑΝ=Άνεμος.
Ελαφρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που στραγγίζονται καλά; (ελαφρά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Βαριά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που δεν στραγγίζονται καλά; (βαριά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Φτωχά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Όξινα εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες τιμές οξύτητας pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλκαλικά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες αλκαλικές τιμές pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλμυρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε αλμυρά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Δέσμευση αζώτου: Έχει την ικανότητα το φυτό να δημιουργεί συμβιώσεις, ώστε να δεσμεύει ατμοσφαιρικό άζωτο; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αντοχή σε σκίαση: Αντέχει το φυτό σε μερική ή ολική σκίαση; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Ανάγκες σε υγρασία: Υ=Υγρόφιλο (έχει ανάγκη την ύπαρξη εδαφικού νερού ολόκληρο το χρόνο για να αναπτυχθεί), Ξ=Ξηρόφυτο (μπορεί να περάσει μεγάλο διάστημα ξηρασίας χωρίς κίνδυνο).
Αντοχή σε ανέμους: Πόσο μπορεί να αντέξει ένα φυτό σε ισχυρούς ανέμους όταν βρίσκεται εκτός συστάδας; Ν=Ναι αντέχει πολύ, όχι όμως και στους θαλασσινούς, ΝΘ=Ναι αντέχει ακόμη και στους θαλασσινούς ανέμους, Ο=Όχι κινδυνεύει συχνά από ανεμορριψίες .
Αντοχή σε ξηρασία: Είναι το φυτό προσαρμοσμένο στις ξηρές συνθήκες του μεσογειακού κλίματος; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Αντοχή σε ρύπους: Είναι το φυτό ανθεκτικό σε αστικές συνθήκες; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευπάθεια σε παγετούς: Είναι το φυτό ευπαθές στους παγετούς; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευφλεκτικότητα: Είναι το φυτό σχετικά εύφλεκτο ή δύσφλεκτο είδος; Υ=Υψηλής ευφλεκτιότητας, Μ=Μέσης ευφλεκτικότητας, Χ=Χαμηλής ευφλεκτικότητας.
Μεταπυρική συμπεριφορά: Μετά την πυρκαγιά το φυτό αναγεννάται με παραβλαστήματα ή με σπόρους; (Π=Παραβλαστήματα, Σ=Σπόροι).
Ζώνη βλάστησης: Σε ποια ζώνη βλάστησης κυρίως αναπτύσσεται τι φυτό στη χώρα μας; Oleo-cer=Oleo -Ceratonion δηλαδή της θερμότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης, Querc-il= Quercion ilicis δηλαδή της ψυχρότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης. Ostr-car=Ostryo-Carpinion δηλαδή η θερμότερη υποζώνη της παραμεσογειακής βλάστησης.
Περιοχή της χώρας: Σε ποιες περιοχές της χώρας αναπτύσσεται το φυτό με φυσικό τρόπο;


Χρήση του πίνακα

Ο πίνακας των ειδών δημιουργήθηκε προκειμένου να γίνει η πληροφορία περισσότερο εποπτική. Οι πληροφορίες δίνονται με συνοπτικό τρόπο ώστε, όχι μόνο ο διαχειριστής των καμένων εκτάσεων, αλλά και ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με φυτεύσεις δένδρων και θάμνων στην ευμεσογειακή και στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, να έχει μια πρώτη εικόνα των φυτών που μπορεί να επιλέξει σε κάθε περίπτωση.

Στον πίνακα συμπεριελήφθησαν και τα 66 είδη που περιγράφονται στο κυρίως μέρος του βιβλίου.

Για την περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών χρησιμοποιήθηκαν πλήθος από διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν επί μια περίπου διετία και μεταφέρθηκαν στην Ελληνική πραγματικότητα (ιδιαίτερα οι χρόνοι άνθησης, καρποφορίας, η χρήση των προϊόντων κ.λ.π.). Η συμπεριφορά των φυτών στις φωτιές και ο τρόπος αντίδρασης, βασίζεται κυρίως σε δικές μας παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο στις διεθνείς βάσεις πληροφοριών.

Η περιγραφή περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: μορφή, άνθη - καρποί, εδαφικές απαιτήσεις, κλιματικές απαιτήσεις, σχέση με πυρκαγιές και φυσική περιοχή ανάπτυξης.

Για να γίνει ο πίνακας ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των υπευθύνων αναδασωτών, θα πρέπει να υπάρχουν όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με την οικολογική συμπεριφορά του κάθε είδους και κυρίως τις κλιματεδαφικές απαιτήσεις και αντοχές του. Αυτό σημαίνει ότι πριν αποφασισθεί ποια είδη φυτών θα επιλεγούν να εμπλουτίσουν τις αναδασώσεις, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα βασικά κλιματικά στοιχεία της περιοχής.

Παρά το ότι οι κλιματικές παράμετροι συνήθως διατίθενται από τις επεξεργασίες των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών, εν τούτοις είναι απαραίτητο σε κάθε περιοχή να καθορισθούν οι μικροπεριβαλλοντικές τοπικές συνθήκες, διότι ο βαθμός προστασίας κάθε δασικού τμήματος από τους ψυχρούς ανέμους για παράδειγμα, εξαρτάται όχι τόσο από τους επικρατούντες ανέμους, όσο από το πόσο καλά είναι προστατευμένη μια θέση από αυτούς. Επίσης σε περιοχές που οι επικρατούντες άνεμοι συνήθως υποχρεούνται από το ανάγλυφο να ανυψώνονται απότομα, η θερμοκρασία τους είναι χαμηλότερη (λόγω αδιαβατικής ψύξης, που οφείλεται στην αραίωση), από την αντίθετη πλευρά, όπου οι ίδιοι άνεμοι υποχρεούνται να κατέρχονται (αδιαβατική θέρμανση, λόγω συμπίεσης). Το ίδιο γίνεται και με την υγρασία, όπου στις χαμηλές κοίλες περιοχές δημιουργείται βαθύτερο έδαφος, το οποίο αυξάνει την υδατοχωρητικότητα, άρα και τα αποθέματα υγρασίας. Υπάρχουν φυσικά και παράγοντες που έχουν ευρύτερη σημασία, όπως ο συνολικός αριθμός κατακρημνισμάτων σε μια περιοχή, η διάρκεια των παγετών και η αντοχή σε ρύπους. Επίσης πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι με τη δημιουργία του νέου οικοσυστήματος πολλοί από τους μικροκλιματικούς παράγοντες θα αλλάζουν, όσο μεγαλώνουν τα δένδρα και οι θάμνοι, ιδίως η σκίαση, οι θερμοκρασίες, η υγρασία εδάφους κ.λ.π.

Με τις εδαφικές απαιτήσεις και αντοχές των φυτών τα πράγματα εμφανίζονται πιο σταθερά. Πρώτα από όλα δεν μεταβάλλονται δραματικά οι συνθήκες των εδαφών, με την μεταπυρική πρόοδο της ανάπτυξης των τοπικών φυτοκοινωνιών. Δεύτερο, οι μεταβολές στις φυσικοχημικές ιδιότητες συνήθως δεν γίνονται σε κοντινές αποστάσεις και αυτές που συμβαίνουν είναι μέσα στα όρια αντοχής ή ανεκτικότητας των φυτών. Εκείνο που αλλάζει συχνά είναι το βάθος του εδάφους, το οποίο εξαρτάται περισσότερο όχι από το μητρικό πέτρωμα, όσο από το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Επομένως η εφάπαξ χαρτογράφηση των μετρούμενων χαρακτηριστικών του εδάφους, είναι αρκετή, ώστε η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και για τις επόμενες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να γίνουν στο μέλλον.

Ο συνδυασμός επομένως των κλιματικών και εδαφικών δεδομένων και η μελέτη του πίνακα θα βοηθήσουν το διαχειριστή για να λάβει τις αποφάσεις του. Όμως πέρα από τις οικολογικές παραμέτρους, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναδασώσεων. Η γνώση της ταχύτητας ανάπτυξης των δένδρων και οι τελικές διαστάσεις για παράδειγμα, είναι σπουδαίας σημασίας για να προβλεφθεί ο μελλοντικός βαθμός σκίασης του υπορόφου και στη συνέχεια να καθορισθεί το είδος των θάμνων που θα πρέπει να επιλεγούν και οι οποίοι θα έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στις συνθήκες αυτές.

Στα δάση πολλά φυτά είναι μόνοικα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να αυτογονιμοποιήσουν τα άνθη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατη η παραγωγή σπόρων, όταν δεν προβλέψουμε φυτά με αρσενικά άνθη να βρίσκονται πολύ κοντά με φυτά με θηλυκά άνθη. Επίσης φυτά που επικονιάζονται με τις μέλισσες, σημαίνει ότι έχουν μελισσοκομικό ενδιαφέρον, επομένως πρέπει να τα ευνοούμε, σε αναδασώσεις περιοχών όπου η μελισσοκομία αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα.

Μια ακόμη παράμετρος πολύ χρήσιμη είναι η συμπεριφορά των φυτών στις πυρκαγιές και ο βαθμός ευφλεκτικότητάς τους, αφού επιθυμητό αποτέλεσμα των αναδασώσεων είναι και η δημιουργία οικοσυστημάτων ικανών να αντιστέκονται στις πυρκαγιές και όταν δεν τα καταφέρνουν να έχουν την ικανότητα να αναγεννιόνται με φυσικό τρόπο μετά από αυτές. Έτσι προβλέφθηκαν οι στήλες με την ευφλεκτικότητα και τον τρόπο που τα φυτά αναγεννιόνται μετά από κάθε πυρκαγιά.

Τέλος είναι βασική η γνώση των περιοχών φυσικής εμφάνισης των διαφόρων ειδών. Για παράδειγμα η ξυλοκερατιά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε φυσικές συνθήκες στις κλιματικές συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας. Το αντίστροφο συμβαίνει με την ιπποκαστανιά.

Η βάση δεδομένων έτσι όπως είναι δομημένη, είναι δυνατό, με εμπλουτισμό ακόμη περισσότερων πληροφοριών (φωτογραφιών, μορφολογικών χαρακτηριστικών κ.λ.π.), να μετατραπεί εύκολα σε πρόγραμμα για υπολογιστή (softwere), το οποίο θα είναι ακόμη περισσότερο λειτουργικό, αφού θα έχει τη δυνατότητα με την εισαγωγή των οικολογικών δεδομένων να προτείνει από μόνο του τα κατάλληλα κατά περίπτωση είδη. Στο πρόγραμμα αυτό θα ενσωματωθούν δυνατότητες μοντελοποίσης της πορείας ανάπτυξης μιας δασοσυστάδας στο πέρασμα του χρόνου, η τρισδιάτατη επόπτευση του χώρου επίσης σε βάθος χρόνου, ο βαθμός σκίασης κάθε κομματιού γης σε κάθε εποχή του χρόνου κ.λ.π. Με τη συμμετοχή των προγραμμάτων των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, όπου πλέον η χαρτογράφηση παίρνει άλλη διάσταση, τότε το πρόγραμμα αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιλέγει σε κάθε περίπτωση και να προτείνει τα υπό φύτευση είδη.


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 3

Στον πίνακα 3 εισάγεται για πρώτη φορά γραφικά η έννοια της δημιουργίας ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων και όχι μονοκαλλιεργειών ή τυχαίων συνδυασμών. Στον πίνακα τα φυτά ταξινομούνται στην κατά χώρο φυσική τους εξάπλωση (εκτός από την κορυφή, όπου τοποθετήθηκαν τα αζωνικά είδη). Βέβαια στη φύση οι συνδυασμοί είναι πολλές φορές τυχαίοι και καθορίζονται κυρίως από τις τοπικές μακρο- ή μικροσυνθήκες. Για παράδειγμα το Acer sempervirens παρουσιάζεται στην Κρήτη σε όλα τα υψόμετρα και όλους τους συνδυασμούς ή ότι η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη στις καθαρές τους μορφές πουθενά δεν συνυπάρχουν. Για το λόγο αυτόν ο πίνακας έχει κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα για μια πρώτη προσέγγιση.

Άλλωστε όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, ο βασικός τρόπος ορθολογικής παρέμβασης είναι η μελέτη των φυτοκοινωνιών που προϋπήρχαν, διότι στην πραγματικότητα η φυτοκοινωνία αποτελεί την έκφραση ολόκληρου του οικοσυστήματος και των συνδυασμών όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων που συνθέτουν το περιβάλλον κάθε περιοχής (τόσο των εμφανών και μετρούμενων όσο και των αφανών και μη μετρούμενων). Σκοπός του ορθολογικού αναδασωτή είναι να αναπλάσει τις προϋπάρχουσες, της υποβάθμισης, φυτοκοινωνίες και όχι να δημιουργήσει νέες. Επίσης στον πίνακα δεν μπορούν να αναφερθούν μερικές ιδιότητες των φυτών τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε κατά την πραγματοποίηση της κατά χώρο τοποθέτησης των διαφόρων φυτών. Για παράδειγμα δεν μπορεί να αγνοηθεί η αλληλοπαθητική δράση των σφενδαμιών, που καθιστά προβληματική την επιβίωση άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών, σε κοντινή τους απόσταση. Παρόλα αυτά τα είδη αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση που πρέπει θεωρητικά να κατέχουν στην ζώνωση της βλάστησης, για να υποδειχθεί ακριβώς ο φυσικός τους χώρος ανάπτυξης.

Τέλος από τον πίνακα αυτόν έμειναν έξω από την ταξινόμηση, τα είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα και περιελήφθησαν λόγω της συμπεριφοράς τους και της αποδεδειγμένης οικολογικής σημασίας στη βάση δεδομένων (Robinia pseudoacacia και Ailanthus altissima). Όμως η έλλειψη ακόμη ολοκληρωμένης της πληροφορίας για τα πραγματικά οικολογικά όρια εξάπλωσής τους, δεν μας επιτρέπει ακόμη την εισαγωγή τους στον πίνακα και ο καθορισμός των φυτών με τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν ισχυρές και βιώσιμες φυτοκοινωνίες. Για παράδειγμα η ψευδακακία δείχνει καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σε περιοχές όπου εμπλούτισε καμένα πευκοδάση. Όμως ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια, όταν τα πεύκα και οι αείφυλλοι θάμνοι αναπτυχθούν και εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπάρχει η πιθανότητα η ψευδακακία να μην αντέξει και να υποχωρήσει. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντίθετα να λειτουργήσει ως ζιζάνιο και να αποτρέψει την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης. Τέλος μπορεί να υπάρξει η αρμονική συνύπαρξη και να γίνει αποδεκτή η ψευδακακία από τις τοπικές φυτοκοινωνίες και σε λίγα χρόνια να υπάρχει η φυσική ανανέωσή τους χωρίς την μεσολάβηση του ανθρώπου. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν μπει κάτω από την επιστημονική παρακολούθηση και δεν απομένει παρά ο χρόνος για να γνωρίζουμε αν αυτού του είδους εμπλουτισμοί, που από τη μια φαίνονται σωστοί, από την άλλη όμως δεν έχουμε την απάντηση της ίδιας της φύσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Η. Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986. Δασική Βοτανική. (Δένδρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος ΙΙ. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης, Ν. & Ε. Δρόσος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του όρους Πάικο. Επιστ. Επ. Του Τμ. Δασολογίας και Φυσικύ Περιβάλλοντος. Τόμος ΛΓ.
Αριανούτσου, Μ., Π. Δεληπέτρου, Π. Δημόπουλος, Ε. Οικονομίδου, Β. Καραγιαννακίδου, Π. Κωνσταντινίδης, Π. Παναγιωτίδης, Μ. Πανίτσα & Γ. Τσιουρλής. 1997. Τύποι οικοτόπων στην Ελλάδα. Στο: Ντάφης, Σ., Ε. Παπαστεργιάδου, Κ. Γεωργίου, Δ. Μπαμπαλώνας, Θ. Γεωργιάδης, Μ. Παπαγεωργίου, Θ. Λαζαρίδου & Β. Τσιαούση. 1997. Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο των οικοτόπων στην Ελλάδα. Δίκτυο ΦΥΣΗ-2000. Συμβόλαιο αριθμός Β4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση XI Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. 932 σελ.
Athanasiadis N. & E. Eleftheriadou. 1991. Nestos: Vegetation - Flora. Proc. of meeting: “Nestos Environment and its Problems” Geotechnical Chamber of Greece. Kavala, p 135-159.
Βολιώτης, Δ. 1967. Έρευναι επί της βλαστήσεως του Χολομόντος και ιδία της αρωματικής, φαρμακευτικής και Μελισσοτροφικής τοιαύτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Braun-Blanquet, J. 1936. La Chenaie d’ Yeuse mediterraneenne (Quercion ilicis). Monographie phytosociologigue. Communication station intern. Geobot. Medit. Et Alpine 45. Montpellier.
Braun-Blanquet, J. 1951. Phlanzensoziologie. Springer Verlang. 2. Auflage, Wien.
Christodoulakis, D. & T. Georgiadis. 1990. The vegetation of the Island of Samos, Greece. Ann. Musei, Goulandris 8: 45-80.
Davis, P.H. 1965-1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands. 1-7. Edinburg.
Debazac, F.E. & Μαυρομμάτης. Γ. 1969. Παρατηρήσεις επί τωνδασικών διαπλάσεων «Αειφύλλων Πλατυφύλλων. Ειδικό Ταμείο Ηνωμένων Εθνών. Έργο:UNSF/FAO GRE-20/230: Αθήναι.
Degen A.v. 1891. Ergebnisse einer botanischen Reise nach der Insel Samothrake. Oesterr. Bot. Z. 41(9-10): 301-306, 329-338.
Di Castri, F., D. Goodall & R. Specht (Editors). 1981. Exosystems of the world. Vol.11. Mediterranran-Type shrublands. Elsevier Scien. Publ. Comp. Amsterdam.
Διαμαντόπουλος, Ι. 1983. Δομή και διανομή τω Ελληνικών φρυγανικών οικοσυστημάτων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Economidou 1974. La repatition des Frygana en Grece et ses raports avec le climat et l’influence anthropogene. Doc. Phytosociol. Lille 15-16: 45-46
Ελευθεριάδου, Ε. 1992. Η χλωρίδα των δασών ψυχροβίων πλατυφύλλων-Κωνοφόρων και υψηλής εξωδασικής περιοχής Ελατιάς Δράμας. Διαδακτορική Διατριβή. Σχολή Γεωτεχνικών. Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος. Παράρτημα Αριθμ. 6 του ΛΓ Τόμου. Θεσσαλονίκη. 167 σελ.
Franzen R. 1980. Floristic reports from Mount Siniatsikon and Mount Vermion, northern Greece. (Materials for the Mountain Flora of Greece, 6). Bot. Not. 133(4): 527-537.
Guenther, K. 1991. International Ag-Sieve — Volume IV, Number 3, 1991. (Άρθρο από το internet http://www.envirolink.org/seel)
Ζαγκλής, Δ. 1956. Χαλκιδική. Ιστορία-Γεωγραφία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912. Θεσσαλονίκη.
Zoller H., P. Geissler & N. Athanasiadis. 1977. Beitrage zur Kenntnis der Walder, Moos und Flechtenassoziationen in den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6, Basel.
Horvat I. 1954. Pflanzengeographische Gliederung Sudosteuropas. Vegetatio 5-6: 434-447 .
Horvat, I. V. Clavai and H. Ellenberg. 1974. Vegetation Sudosteuropoas. Stuttgard.
Καϊλίδης, Δ., Α. Κατσάνος & Κ. Κασσιός. 1969. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι. Δελτίο Κ.Δ.Ε.Β.Ε. 8/33
Καϊλίδης, Δ. 1971.. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1968-1970. Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 1.
Καϊλίδης, Δ. 1972. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1971. . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Δ. Θεοδωροπούλου.1973. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1972 . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Σ. Μαρκάλας 1980. Κατανομή των πυρκαγιών των δασών και βοσκοτόπων της Ελλάδας σε κλάσεις μεγέθους. Περιοδικό “ΔΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” Τεύχος 12.
Κασσιούμης, K. 1988. Προστετευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στη χώρα μας. Δασικά Χρονικά. No 2 : 40-52.
Κατσάνος Α. 1970. Διαχρονική σπουδή πυρκαγιών δασών και δασικών εκτάσεων πεντατίας 1965-1969. Αυτοτελείς εκδόσεις της υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως. ηο 13.
Knapp. R. ( )Die Vegetation Kephallinia. Griechenland.
Κωνσταντινίδης, Π. 1990. Εξέταση και διεύρυνση σχέσεων μεταξύ φυσιογραφικών μονάδων δασών χαλεπίου Πεύκης Σιθωνίας Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Κωνσταντινίδης, Π., Γ. Χατζηφιλιππίδης 1992. Φυτοκοινω­νιο­λο­γι­κή ανάλυση του δάσους κουκουναριάς της Σιθωνίας Χαλκιδικής. “Γεωτε­χνικά Επιστημονικά Θέματα” Θεσσαλονίκη σελ. 13-22 .
Κωνσταντινίδης Π. και Γ. Τσιουρλής. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Παγκόσμιο Συνέδριο: Πυρκαγιές στα Μεσογειακά δάση: Πρόληψη-Καταστολή-Διλαβρωση του εδάφους- Αναδασώσεις. Ελληνική Επιτροπή UNESCO. ΑΘΗΝΑ. Φεβρουάριος 1999. Υπό εκτύπωση.
Konstantinidis, P. & G. Hatziphilippidis. 1993. Natural regeneration of a Mediterranean Aleppo pine ecosystem after a fire. In Montero Gonzales, G., & Rossello E. R. (Edit.) “MOUNTAIN SILVICULTARE”. INVESTI­GACION AGRARIA. SISTEMAS Y RECURSOS FORESTALES. FUERA DE SERIES No3- VALSAIN. DICIEMBRE 1994. 343-348 p.p.
Κωνσταντινίδης, Π. 1998. “Η επίδραση του σταθμού στην αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά” Πρακτικά συνεδρίου της Ελληνικής Δασο­λογικής Εταιρείας. “Σύγχρονα προβλήματα δασοπονίας”. Αλεξανδρούπολη 6-8/4/1998: 139-148.
Λαυτεντιάδης, Γ.Ι. 1961. Χλωριστική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα της χερσονήσου Κασσάνδρας. Επιστ. Επετ. Φυσικομαθηματικής Σχολής Α.Π,Θ. Παρ. 8 Θεσσαλονίκη.
Mavrommatis G. 1978. Carte de la vegetation forestriere de la Grece. Ministry of Agriculture, Athens
Ministry of Environment., E.C., WWF (Hellas). (in press) Special environmental study of Dadia-Souphli Forest protected area.
Μουντράκης, Δ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη.
Νάκος, Γ. 1977. Συμβολή στη μελέτη των δασικών εδαφών της Ελλάδος. Φυσικαί, χημικαί και βιολογικαί ιδιότητες. Υπουργείο Γεωργίας.
Ντάφης, Σ.1966. Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνεςσε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1969. Σταθμολογικές έρευνες σε δάση οξιάς. Επιστημ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Τόμος ΙΓ’. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδας. Επιστ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής.
Oberdorfer, E.1952. Beitrag zur Kenntnis der Nordagaischen Kisten-vegetation. Vegatatio. 3:329-349.
Papanikolaou K. 1985. Contribution to the flora of Mount Pangaion (Pangeon), North East Greece. Ann. Musei Goulandris 7: 67-156.
Παυλίδης, Γ. 1976. Η χλωρίς και η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Pavlides, G., E.Vardakis, & G. Lavrediades. 1988. Notes on the vegetation and soil rofiles near Polygyros (Chalkidiki Peninsula, N. Greece). Israel Journal of Botany. Vol. 37:19-47.
Polunin O. 1980. Flowers of Greece and the Balkans, a Fieldquide. Oxford Univ. Press. Oxford, N. York. Melbourne
Quezel P. & Barbero M. 1985. Carte de la vegetation de la region Mediterranee une feuille No 1: Mediterranee orientale. Editions du Centre Nationale de la Reserche ientifique. Paris.
Rechinger, K.H. 1936. Ergebnisse eigner botanischen sommerreise nach dem Agaischen und Ostriechenlands. Beich. Bot. Centralbl. 54B:577-680.
Rechinger K.H. 1939. Zur Flora von Ostmazedonien und West Thrazien. Bot. Jahrb. 69: 419-552.
Rechinger H.K. 1951. Phytogeographia Aegea. Wien.
Stamou, N., K. Kalabokidis, P. Konstantinidis, S Fotiou, A. Christo­doulou, V Blioumis, D. Prastacos, M. Diamantakis & G. Koclidakis. 1998. Improving the efficiency of the wildland fire prevention and suppression system in Greece. Proceedings of III International Conference on Forest Fire Research. Coimpra. Portugal. Volume I: 203-221 p.p
Stojanov N. & Kitanov. 1946. Flora Insula Thasos. Ann. Univ. Sofia, Fac. Phys. Mat. Sci. Nat. 42: 160.
Strid A. 1976. Floristic notes from Mt Olympos and Mt Falakron (Boz Dagh), Northern Greece. Bot. Notiser 129: 251-256.
Strid A. 1978. Contribution to the flora of Mt. Kajmaktchalan (Voras Oros), NE Greece. Ann. Musei Goulandris 4: 211-247
Strid A. 1986. Mountain flora of Greece. Vol. 1. Cambridge University Press. Cambridge.
Strid A. & Kit Tan. 1991. Mountain flora of Greece. Vol. 2. Edinburgh University Press. Edinburgh University Press. Edinburgh.
Τάκος, Ι. & Θεοδώρα Μέρου. 1995. Τεχνολογία Σπόρων Ξυλωδών φυτών. Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Τμήμα Δασοπονίας Δράμας. Δράμα. 182 σελ.
Tsianakas, T.D. 1975. Contribution a l’etude ecologique de la vegetation de la Chalcidique Nord-orientale (Greece). These.
Tutin T. G., V. H. Heywood, N. A. Burges, D. H. Valentine, S. M. Walters & D. A. Webb. 1964-1980. Flora Europaea. Vol. 1-5. Cambridge University Press. Cambridge.
Vardakis, E., G.Pavlides, & G.Lavrediades. 1987. On the vegetation of a typical xererthent soil of Polygyros area (S.E. of Thessaloniki). Feddes repertorium 98 (3-4): 253-264.
Voliotis, D. 1967. Investigation about the Vegetation and flora of Cholomon mountain. Ph. D. Thesis. Arist. Univ. of Thessaloniki. Dep. Of forest and natural Environment.
Voliotis D. 1975. Die vegetationstufung einiger cebirge im Nordogriechenland (Voras, Vermion, Pieria). Problems of Balcan flora and vegetation. Sofia: 391-400.


Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωνσταντινίδη για το πλούσιο υλικό προς μελέτη.


9 comments:

Anonymous said...

εξαιρετική πηγή μελέτης και χρήσιμη για τους απανταχού 'αρμοδίους'!! Άραγε μπαίνει κανένας τους στον κόπο να μελετήσει κατι ανάλογο έστω??

Anonymous said...

ευχαριστούμε και εμείς

Rodia said...

Μπράβο! Πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο ποστ.
:-)

Anonymous said...

Θα ήθελα να ρωτήσω: Στην αρχαιότητα λέγεται ότι τα δάση γύρω απτην Αττική ήταν γεμάτα συκιες' είναι αυτό το δένδρο κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί σε αναδάσωση;

kalliopi said...

Ανώνυμε,

Πραγματικά χάρηκα που η Καλλιόπη είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει για το ερώτημά σου, διότι είναι παρήγορο ότι υπάρχουν ακόμη κάποιοι που αγωνιούν για τα καμένα. Βλέπεις ότι μόλις έναν μήνα μετά τις πυρκαγιές κανείς πια δεν ασχολείται με αυτές. Σαν να μην συνέβησαν ποτέ. Ξεθύμαναν οι θυμοί, καταγάλιασε η οργή και όλα συνεχίζονται όπως πριν. Πάνε και οι
διαμαρτυρίες, πάνε και οι συγκεντρώσεις, πάνε και οι υπογραφές.

Σε ότι αφορά στο ερώτημά σου. Κατ’ αρχή είναι σήμερα γενικά αποδεκτό,
ότι στα μεσογειακά πευκοδάση, δεν χρειάζεται αναδάσωση. Όμως ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται (οριστική απώλεια του δάσους, λόγω
συνεχών πυρκαγιών ή υπερβόσκησης), για να πετύχουμε την αναδάσωση, θα
πρέπει ουσιαστικά να αντιγράψουμε τη φύση και να προσπαθήσουμε να
ξαναδημιουργήσουμε το δάσος όπως ήταν πριν την υποβάθμισή του. Αυτό
οφείλεται στο ότι στη φύση τα φυτά βρίσκονται σε συγκεκριμένο χώρο, όχι τυχαία αλλά ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διεργασίας-επιλογής. Έτσι τα πλατάνια αναπτύσσονται μόνο εκεί που υπάρχει νερό, οι κάκτοι στην έρημο κ.ο.κ. Κάθε προσπάθεια να αλλάξουμε τη φυσική σύνθεση των δασών είναι εκ προοιμίου αποτυχημένη.

Οι συκιές βρίσκονται πράγματι σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Ειδικά για την Αττική λέγεται ότι είναι το δώρο της Δήμητρας προς τους κατοίκους της Αττικής, όταν τη φιλοξένησαν την εποχή που έχασε την κόρη της. Φυσικά στην Αττική κυρίαρχα δένδρα ήταν στα ορεινά τα πεύκα (με υπόροφο κουμαριές, ρείκια, σχίνα κ.λ.π.) και στα πεδινά καλλιεργείτο η ελιά. Ήταν τόσο πολύτιμα αυτά τα δένδρα (το πεύκο έδινε τη ρητίνη για το πισσάρισμα των πλοίων και η ελιά το λάδι) που η τιμωρία της κοπής τους
ήταν ακόμη και ο θάνατος. Όμως οι φωτιές ήταν πολύ συχνές και κατά την αρχαιότητα. Ο Πλάτων στον Κρίτωνα αναφέρει ότι τα βουνά της Αττικής μοιάζουν με «νοσήσαντος σώματος οστά», λόγω ακριβώς της αποδάσωσης.

Πουθενά η συκιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει οικοσυστήματα. Απλά
δημιουργεί μικρές συνδενδρίες λίγων ατόμων, κυρίως μέσα στα ρέματα και
σε φωτεινά σημεία τους. Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε τεχνητές αναδασώσεις με συκιές, δεν θα πρόκειται περί δάσους, αλλά περί οπωρώνα. Δεν θα υπάρχουν τα βασικά στοιχεία του δάσους (κουμαριές, σχίνα, πουρνάρια, ρείκια κ.λ.π.) τα οποία συντελούν στην καλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής
ενέργειας και των εδαφικών θρπετικών στοιχείων, άρα μόνο με περιποίηση (πότισμα, λίπανση) θα είναι ο πληθυσμός της βιώσιμος. Επίσης είναι μεγάλο λάθος να επιχειρούμε αλλαγές στη φύση, όταν δεν ξέρουμε που θα οδηγήσουν.

Ελπίζω να βοήθησα. Εάν δεν έγινα κατανοητός παρακαλώ, ζητείστε μου
περισσότερες εξηγήσεις.

Με εκτίμηση
Παύλος Κωνσταντινίδης

Anonymous said...

Κάποιοι λέγανε ήδη από το Καλοκαίρι, μόλις σταμάτησαν να καπνίζουν τα αποκαΐδια από την Πελοπόννησο, ότι μέχρι τον Γενάρη όλα θα ξεχαστούν. Έχει πάει Μάρτης… μήπως το ξεχάσαμε και είχαν δίκιο τελικά οι «Κασσάνδρες» ;
Παρακαλώ δώστε την πρέπουσα προσοχή σε αυτή την προσπάθεια:

http://panosz.wordpress.com/2008/03/12/ecogreens-2/

Anonymous said...

ειχα διαβασει τον Αυγουστο ενα αρθρο της 'καθημερινης' σχετικο με την αναδασωση της Παρνηθας, το οποιο ελεγε οτι τα δεντρα που θα χρησιμοποιηθουν για την αναδασωση ειναι η ψευδακακια κ η ψευδοκαρυδια τα οποια προερχοντε απο Αμερικη κ Κινα.Διαφοροι επιστημονες ελεγαν οτι αυτο θα ηταν το τελειωτικο χτυπημα για το οικοσυστημα της περιοχης μιας κ τα δυο αυτα ειδη δεν ειναι ιθαγενη, το οποιο εχει σαν αποτελεσμα τον παραγκωνισμο τησ ντοπιας χλωριδας.
Εχει ακουσει κανενας αν ισχυουν τα παραπανω?

Anonymous said...

Αγαπητέ Ανώνυμε,

Εάν στην Πάρνηθα φυτευτούν τα είδη που αναφέρεις (ψευδακακία = Robinia pseudoacacia και ψευτοκαρυδιά -που μάλλον εννοείς Βρώμοκαρυδιά = Ailanthus altissima), κατά την άποψη μου θα προκαλέσει ιδιαίτερο πρόβλημα στο οικοσύστημα καθώς και τα δύο αυτά φυτά θεωρούνται ως "ζιζάνια" κι έχουν την ικανότητα να "επικοίζουν" γειτονικές περιοχέςμε ιδιαίτερη ευκολία και να εκτοπίζουν την τοπική χλωρίδα (και κατά συνέπεια και πανίδα).
Οι ανησυχίες σου είναι εύλογες,

ΑΛΛΑ

Δεν έχω δει ΚΑΜΙΑ μελέτη από επίσημο φορέα του κράτους που να προτείνει αυτά τα είδη για αναδάσωση στην Πάρνηθα.
Χωρίς να γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες για το τί γίνεται αυτή τη στιγμή στην Πάρνηθα, το άρθρο που διάβασες μου φαίνεται μάλλον παραπλανητικό.
Από όσο γνωρίζω η μελέτη του δασαρχείου προτείνει αρχικά την αναμονή για να δούμε πως θα πάει η φύση από μόνη της και έπειτα, μετά από μερικά χρόνια την αναδάσωση σε θέσεις όπου χρήζουν τέτοιας επέμβασης με Ελάτη (το είδος που απαντάται εκεί).


Θα χαρώ να γίνω πιο συγκεκριμένος, αν μου αναφέρεις ακριβώς το άρθρο το οποίο έπεσε στα χέρια σου οπότε να μπορώ να το σχολιάσω επί τούτου!

Καλά να είμαστε,

Ξυστράκης Φώτης,
Δασολόγος

Δρ Μηχκός Γεώργιος Βαμβακούσης said...

Θερμή παράκληση δείτε το θέμα ύπαρξης κοινών δένδρων ακόμη και κωνοφόρων που επιβραδύνουν την πορεία της φωτιάς π.χ.
Χαρουπια. Φυεται όπου και το Πεύκο.
Κυπαρίσσια και Κουκουναριες για τα οποία έχω ιδίαν πείρα στο Μάτι Αττικής.
Στο εξωτερικό Χαρουπιες χρησιμοποιούνται για αντιπυρικές ζώνες σε δάση.
Παραδοσιακά τα Κυπαρίσσια περιμετρικά σε κτήματα και στην Ελλάδα

Σχετικά έχω δει επιστημονική ανακοίνωση πανεπιστημίου της Κροατίας

Θεωρώ αυτοκτονικη την δασική πολιτική προστασίας των πεύκων

Όσοι ερευνητές κρατικών φορέων ασχολήθηκαν στην Ελλάδα με την αντικατάσταση των πεύκων περιορίστηκαν στην άποψη ότι πιό δύσφλεκτα θεωρούνται συνήθως τα φυλλοβόλα δασικά μας είδη, όπως οι φυλλοβόλες δρεις, οι καστανιές, οι οξιές κτλ. Αυτή ήταν μια λάθος κατεύθυνση που απέκλεισε άλλα δυσφλεκτα δέντρα όπως η χαρουπιά, το κυπαρίσσι, η κουκουναριά κλπ.
Η πρόταση μας είναι οι αρμόδιοι φορείς που κάνουν αναδασώσεις να δοκιμάσουν την Χαρουπιά κατ' αρχήν.