Thursday, May 22, 2008

Σκουπίδια από Χρυσό

Στη γαλήνια δασοφυτεμένη περιοχή της Νότιας Νέας Υόρκης, δυτικά από τον ποταμό Χάντσον, μια σφριγηλή ογδοντάχρονη κυρία, η Μάργκριτ Σέλκε, επιστατεί σε μια καλύβα που θυμίζει περισσότερο το σπιτάκι της Καλής Μάγισσας σ’ ένα από τα παραμύθια του Γκριμ παρά επιστημονικό χώρο. Είναι το εργαστήριο του Πφάιφερ στη φάρμα Θρίφολντ. Όλο σε μικροσκοπική μορφή παραμυθιού, περιέχει τον αναγκαίο εξοπλισμό για το «έναυσμα» του Πφάιφερ: άμβικους, σκεύη για διύληση υγρών, μικροσκόπια, δοχεία θέρμανσης και ψύξης, μεγάλα πιθάρια για αναμείξεις, ειδικά κατασκευασμένα, και μια σειρά από ψυγεία γεμάτα με φιαλίδια στα οποία βρίσκονται ολόκληρες οικογένειες από μικροοργανισμούς σε διαφορετικές φάσεις επώασης ή νάρκης, με προορισμό τους να καταπίνουν όλα ανεξαιρέτως τα συστατικά κάθε είδους βιοαποσυντιθέμενου απορρίμματος που βλέπουν μπροστά τους.

Μετανάστρια κι εκείνη από τη Γερμανία του Χίτλερ, η Μάργκριτ Σέλκε εξακολουθεί να παρασκευάζει το έναυσμα του Πφάιφερ, για το οποίο υπάρχει ακόμα ζήτηση από όσους το έχουν πάρει απόφαση ότι τους χρειάζεται. Τη μέρα της επίσκεψής μας, είδαμε χίλια κομμάτια σε πλαστικές σακούλες μέσα σ’ ένα κιβώτιο, έτοιμα να σταλούν στη Σαουδική Αραβία, ενώ άλλα χίλια ήταν ήδη έτοιμα για το Ντουμπάι, κάθε δέμα ικανό να αναζωογονήσει χίλια acres άγονης γης. Για την πιο άστατη αγορά αυτής της χώρας, η κυρία Σέλκε συνεχίζει να κρατάει τους μικροοργανισμούς της ζωντανούς, μαζί με τις αναμνήσεις του δημιουργού του εναύσματος.

Ο Πφάιφερ ήταν μόλις είκοσι χρόνων όταν πρωτοεργάστηκε με τον Στάινερ στο Ντόρναχ, λίγο πιο έξω από τη Βασιλεία της Ελβετίας, το 1919. Ο δάσκαλος, πενηντάρης τότε, διέκρινε αμέσως το ταλέντο του νεαρού μαθητή του και έστρεψε το ενδιαφέρον του από την ηλεκτρονική και τη φυσική χημεία σε αυτά που θεωρούσε πολύ σημαντικότερα – τη μελέτη της βιοχημείας, της βιολογίας και την εφαρμογή τους στη γεωργία.

Μέχρι το 1925 ο Πφάιφερ είχε αποκτήσει το δικό του Εργαστήριο Βιοχημικών Ερευνών σ’ ένα υπόστεγο της φαρμακευτικής εταιρίας Weleda, παρασκευάστριας μη χημικών φαρμάκων, στο Αρλεσάιμ, κοντά στο Ντόρναχ, με στόχο του ν’ ακολουθήσει το δρόμο του Στάινερ, όχι μόνο στην ανθρωποσοφία, αλλά και στις πρόσφατες θεωρίες του για την κρίσιμη κατάσταση της γεωργίας. Λίγο πριν το θάνατό του, ο Στάινερ είχε ζητήσει το ίδιο πράγμα από τον Πφάιφερ που είχε ζητήσει κι από την Κολίσκο, να ψάξει να βρει κάποιο χημικό παράγοντα που θα αποκάλυπτε τις διαπλαστικές δυνάμεις στις βιολογικές ουσίες. Νιώθοντας έντονη την ανάγκη να αποδείξει, με αυστηρά ορθόδοξες επιστημονικές μεθόδους, την ύπαρξη αυτού του κάτι μέσα στη ζωντανή ύλη που τη διαφοροποιεί από την ανόργανη, ο Πφάιφερ μελέτησε ένα μεγάλο αριθμό χημικών ουσιών, για να καταλήξει τελικά στο χλωριούχο χαλκό σαν καταλληλότερο παράγοντα. Με αυτό, ο Πφάιφερ μπόρεσε να αναπτύξει μια μέθοδο παρόμοια με εκείνη της Κολίσκο για την ανάλυση βιολογικών ουσιών, που έγινε γνωστή σαν «ευαίσθητη κρυστάλλωση».

Ο Πφάιφερ υποστήριξε ότι τον τελευταίο μισό αιώνα, από την ανακάλυψη της χημικής λίπανσης και των εντομοκτόνων, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έπαιρναν όλο και λιγότερες πρωτεΐνες στην τροφή τους κι ότι δεν υπήρχε πια τίποτε το φυσιολογικό σε οτιδήποτε βλάσταινε. Με συγκριτικούς ελέγχους χημικά και βιοδυναμικά καλλιεργημένων σπόρων σταριού, ο Πφάιφερ απέδειξε ότι εφτά μέρες μετά την εκβλάστηση, οι βιοδυναμικοί σπόροι περιείχαν 42% πρωτεΐνη σε σύγκριση με το 23% των χημικών σπόρων. Κατά το θερισμό του το καλοκαίρι, το βιοδυναμικό σιτάρι είχε κόκκους που γυάλιζαν σχεδόν και 12 ως 18% πρωτεΐνη, σε σύγκριση με 10 ως 11% του χημικά καλλιεργημένου σταριού, γεγονός που έκανε τον Πφάιφερ να δηλώσει ότι με τόσο θρεπτικό σιτάρι δε χρειαζόταν κανείς να τρώει κρέας.

Σε θερμοκρασία 100 βαθμών επί μισή ώρα, οι βιοδυναμικοί σπόροι εξακολουθούσαν να βλασταίνουν, ενώ οι τεχνητά λιπασμένοι είχαν πεθάνει.

Φοβερά ανήσυχος για τη γενική κατάσταση του εδάφους στην Αμερική, ο Πφάιφερ είχε ήδη διαπιστώσει ότι το ένα τρίτο των Ηνωμένων Πολιτειών είχε πάρει το δρόμο της καταστροφής από τη διάβρωση και τις κακές μεθόδους γεωργίας. Στο μεσοδυτικό τμήμα της χώρας, οι ανεμοθύελλες κινούνταν ανατολικά με 40 μίλια κατά μέσο όρο το χρόνο. Λόγω της άστατης υπερβολικής βοσκής και του λαίμαργου οργώματος του εδάφους, χωρίς καμιά πρόνοια προστασίας του, το χορτάρι αραίωνε όσο περνούσε ο καιρός καθώς το προστατευτικό χώμα που το σκέπαζε σκορπιζόταν στην ατμόσφαιρα από τον άνεμο και την ξηρασία. Η βιολογικά ευεργετική μορφή του ισορροπημένου σε ποικιλίες αγροκτήματος, με μεγάλες ποσότητες σποράς οσπρίων, βοσκότοπους και φρέσκια κοπριά, είχε αρχίσει να παραχωρεί τη θέση της σε μια μονόπλευρη μονοκαλλιέργεια. Από το 1935 ως το 1938, το 90% περίπου των εποίκων των Γκρέιτ Πλέινς εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, κάτι που περιγράφει με τραγικό τρόπο ο Στάινμπεκ στα Σταφύλια της Οργής.

Το να κάνεις πράγματα να μεγαλώνουν πάνω σ’ ένα κομμάτι γης, τόνιζε ο Πφάιφερ, δε σημαίνει κατ’ ανάγκη αγροκαλλιέργεια: θα μπορούσε κάλλιστα να καταστρέψει τη γονιμότητα του εδάφους. Ένα καλλιεργημένο χωράφι, επέμενε, ήταν ζωντανός οργανισμός, μια ζωντανή οντότητα στο σύνολο των λειτουργιών της. «Ένα καλοφροντισμένο χωράφι δεν έχει απεριόριστες ικανότητες ν’ αυξάνει την παραγωγικότητά του, ιδίως όχι ευθέως ανάλογες με την ποσότητα λιπάσματος που δέχεται. Μπορεί να επιτευχθεί αύξηση της παραγωγής, αλλά το έδαφος, σαν οργανική δομή, μπορεί να καταρρεύσει».

Ο Πφάιφερ τόνιζε επανειλημμένα ότι τα χωράφια που λιπαίνονται εντατικά με χημικές ουσίες ή τα περιβόλια που ψεκάζονται για πολύ καιρό με χημικά παρασκευάσματα δεν έχουν πια βιολογική δραστηριότητα. Αρχίζουν να πεθαίνουν. Επίσης αμπελώνες που επί χρόνια είχαν δεχτεί προσθήκη διαλυμάτων χαλκού και ασβεστίου στερήθηκαν τα σκουλήκια του εδάφους και έχασαν την ικανότητά τους να δημιουργήσουν χούμο.

Ισχυρές δόσεις χημικών λιπασμάτων – έλεγε ο Πφάιφερ - ειδικώς εκείνα που περιέχουν διαλυτά άλατα όπως το κάλιο ή θειικό αμμώνιο ή ουσίες με υψηλή διαβρωτική επίδραση, όπως αζωφωσφορικά, ή δηλητηριώδεις ψεκασμοί, όπως είναι παρασκευάσματα αρσενικού και μολύβδου, βλάπτουν και καταστρέφουν τον μικροοργανικό κόσμο. Από πολύ νωρίς ο Πφάιφερ επισήμανε ότι κάθε μέτρο που διαταράσσει τη ζωή στο έδαφος και εκδιώκει τα σκουλήκια και τα βακτήρια τείνει να καταστήσει το έδαφος πια νεκρό και λιγότερο ικανό να φέρει ζωή στα φυτά. Η μόνη υγιής εναλλαγή που αυτός επισήμανε ήταν το βιοδυναμικό κομπόστο του Στάινερ.

Στο Ντόρναχ, ο Στάινερ του είχε ζητήσει να βρει μια μέθοδο μετατροπής μεγαλύτερων ποσοτήτων οργανικής ύλης σε λιπαντικό κομπόστο. Αυτό, για τον Πφάιφερ, σήμαινε την εντόπιση και απομόνωση των συγκεκριμένων βακτηρίων που θα μπορούσαν να χωνέψουν και να μετασχηματίσουν τα διάφορα συστατικά στο σκουπιδότοπο μιας ολόκληρης πόλης.

Με τη βοήθεια της Μάργκριτ Σέλκε, ο Πφάιφερ άρχισε να ψάχνει υπομονετικά μέχρι που απομόνωσε τα διάφορα βακτήρια τα οποία, σε κατάσταση νάρκης και προστιθέμενα στα παραδοσιακά βιοδυναμικά παρασκευάσματα του Στάινερ, πρόβλεψε ότι θα δημιουργουσαν ένα μικροβιακό «έναυσμα» τόσο ισχυρό, που θα επονομαζόταν «βιο-δυναμίτης», ικανό να μετατρέπει τεράστιες ποσότητες απορριμμάτων της πόλης και καταλοίπων των σφαγείων σε πολύτιμο οργανικό λίπασμα, με τιμές τόσο ανταγωνιστικές που θα εξαφάνιζαν κυριολεκτικά από την αγορά τις χημικές ουσίες.

Μέχρι το 1950 είχε πλησιάσει τον Τόνι Νταλτσίνο, πρόεδρο μιας εταιρίας συλλογής απορριμμάτων στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας και του πρότεινε ν’ αναλάβει τη μετατροπή σε λιπαντικό χούμο όσο το δυνατό περισσότερων από τους τετρακόσιους τόνους απορριμμάτων που μάζευαν κάθε μέρα τα φορτηγά του Νταλτσίνο από την πόλη του Όκλαντ. Για να δώσει στον Νταλτσίνο να καταλάβει πόσο ανόητο ήταν το σύστημα χειρισμού των σκουπιδιών ως τότε και πόσο συμφέρουσα ήταν η πρότασή του, ο Πφάιφερ του εξήγησε ότι στους Αμερικανούς φορολογουμένους στοίχιζε δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο η μεταφορά και εξαφάνιση, σαν σκουπιδιών, πολύτιμων ορυκτών και οργανικής ύλης που έβγαινε από το έδαφος με τη μορφή τροφής, κι ότι πέρα από αυτό οι αγρότες πλήρωναν άλλα 7 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για να ξαναβάζουν χημικές ουσίες πίσω στο χώμα.

Για τα κεφάλαια που χρειάζονταν να χτιστεί το εργοστάσιο που θα επεξεργαζόταν όλο αυτό το υλικό, ο Πφάιφερ έπεισε τον ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης που εκμεταλλευόταν το άχρηστο χαρτί στο Μπούφαλο της Νέας Υόρκης, τον Ρίτσαρντ Στόβροφ, προσφέροντάς του σαν καρότο το άχρηστο χαρτί που θα χωριζόταν για ανακύκλωση. Επτά μέτοχοι, κυρίως επεξεργαστές χαρτιού, που διέκριναν στα σκουπίδια την υπόσχεση πολτού ο οποίος θα μπορούσε να ξαναχρησιμοποιηθεί, δέχτηκαν να διαθέσουν συνολικά 150,000 δολάρια για να ξεκινήσει η εταιρία Κόμκο.

Λίγο καιρό αργότερα, υψώθηκε ένα μικρό κτίριο από γκρίζο σχιστόλιθο σε μια χερσόνησο στην άκρη του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Στο εσωτερικό του, κάθε μέρα 100 τόνοι λιωμένων απορριμμάτων μεταφέρονταν πάνω σε ιμάντες κίνησης για να μετατραπούν σε κομπόστο μπολιασμένο με το έναυσμα του Πφάιφερ.

Όπως είχε γράψει ένας δημοσιογράφος της εποχής εκείνης, ουρές ολόκληρες από απορριμματοφόρα φορτηγά κατηφόριζαν προς το εργοστάσιο της Κόμκο και χοροπηδούσαν πάνω από τα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα στο προαύλιο μέχρι ν’ αδειάσουν το αρωματικό φορτίο τους. Μπουλντόζες έσπρωχναν τα σκουπίδια σε σωρούς κι αμέσως μετά τα έριχναν μέσα σε μια μακριά χοάνη που οδηγούσε στο εργοστάσιο. Μέσα στο εργοστάσιο, δυο γιγάντια αναρροφητικά αεριστήρια, που κρέμονταν πάνω από τον ιμάντα κίνησης σαν υπερμεγέθεις ηλεκτρικές σκούπες, ρουφούσαν τα περισσότερα από τα άχρηστα χαρτιά. Τεράστιοι μαγνήτες έψαχναν για μεταλλικά αντικείμενα και δέκα εργάτες έψαχναν, με γάντια στα χέρια τους, τα σκουπίδια για γυαλιά ή ξύλινα αντικείμενα. Ό,τι απέμενε έπεφτε μέσα από έναν κατηφορικό αγωγό στα φορτηγά που περίμεναν να μεταφέρουν τα διαλεγμένα απορρίμματα σε μια διαφορετική χοάνη. Εκεί πελώριες χαλύβδινες λεπίδες, που περιστρέφονταν ενάντια σε σταθερές λεπίδες, τα κομμάτιαζαν σαν να έπλαθαν κιμά, ενώ μάνικες τα πότιζαν με νερό εμπλουτισμένο με βακτήρια, μια μεγάλη κουταλιά μικρόβια για κάθε τόνο σκουπιδιών.

Τα βακτήρια άρχιζαν τη δουλειά τους αμέσως. Μέσα σε 2 ως 4 μέρες, μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν 300 εκατομμύρια φορές, με μια μεταβολική ενέργεια τόσο έντονη που το μείγμα έφτανε σε θερμοκρασίες άνω των 150ο καθώς οι διάφορες οικογένειες μανιωδώς αναπαραγόμενων βακτηρίων αποσυντίθονταν και χώνευαν τα σκουπίδια, παράγοντας ένζυμα για να επιταχύνουν τη διαδικασία της πέψης και να διευκολύνουν τις χημικές μεταβολές – ένα οπωσδήποτε αλλόκοτο θέαμα, με φόντο την πόλη του Σαν Φρανσίσκο, καθώς οι τεράστιοι σωροί κυριολεκτικά μαγειρεύονταν, βγάζοντας πυκνά σύννεφα ατμού.

Σε λιγότερο από μια βδομάδα, όταν τέλειωνε η αποσύνθεση, οι σωροί μίκραιναν και ψύχονταν. Όπως εξήγησε ο Πφάιφερ τη διαδικασία: «Κατά τη διάρκεια της πεπτικής περιόδου, τα βακτήρια που φτιάχνουν την τροφή έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν. Έργο τους, όπως και στη διαδικασία της ίδιας της ζωής, είναι να χρησιμοποιούν την αποσυντεθειμένη ύλη για να φτιάξουν ζωντανή οργανική ύλη και να αποθηκεύσουν θρεπτικές ουσίες στη μάζα που θα χρησιμοποιηθεί από τα αναπτυσσόμενα φυτά, μεταβάλλοντας βασικά στοιχεία έτσι ώστε να μπορούν να τα απορροφήσουν οι ρίζες των φυτών».

Αυτή η μικροβιακή ζωή, εξήγησε ο Πφάιφερ, υπάρχει μες στο παρθένο έδαφος, αλλά στο κομπόστο των σκουπιδιών η πυκνότητα είναι πολλές εκατοντάδες φορές μεγαλύτερη. «Μετά την πρώτη βδομάδα βίαιης αποσύνθεσης, τα απορρίμματα έχουν πάψει να είναι σάπια ύλη κι έχουν μεταμορφωθεί σε σταθεροποιημένη φυσική τροφή. Δεν έχουν μυρωδιά. Στην πραγματικότητα απωθούν τα παρασιτικά έντομα, και τα όρνια, παρ’ όλο που θα κάνουν βόλτες γύρω και πάνω από τους σωρούς, δε θα τολμήσουν να τους αγγίξουν».

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το ότι, τρεις περίπου βδομάδες από τη στιγμή που μια νοικοκυρά του Όκλαντ καθάριζε τα πιάτα του δείπνου μέσα στο σκουπιδοντενεκέ της, τα υπολείμματα αυτά, ανακυκλωμένα, μπορούσαν να σταλούν σαν μαύρο χώμα με γλυκιά μυρωδιά σε αγροκτήματα και φυτοκομεία ολόκληρης της χώρας. Η Εταιρεία Σπόρων Φέρι-Μορς, που είχε αναλάβει τη διανομή του προϊόντος, το χρησιμοποιούσε και για την καλλιέργεια των δικών της σπόρων για λουλούδια και γρασίδι στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας. Πέρα από αυτό, ψέκαζε απευθείας με ελικόπτερο τις χιλιάδες acres αγρών της με τα βακτήρια του Πφάιφερ.

Τα λαχανικά που καλλιεργούνταν με τα μεταμορφωμένα σκουπίδια διαπιστώθηκε ότι ζύγιζαν 25% περισσότερο από εκείνα που είχαν καλλιεργηθεί με συμβατικά λιπάσματα κι ότι περιείχαν τρεις φορές περισσότερη βιταμίνη Α. τα δημητριακά έδειχναν σταθερά υψηλότερο περιεχόμενο πρωτεΐνης. Τα εργαστηριακά πειράματα απέδειξαν ότι το μείγμα του Πφάιφερ θα μπορούσε να προσδώσει μεγάλη γονιμότητα ακόμα και στην άμμο, μετατρέποντας έτσι τις ερήμους σε πλούσια καλλιεργημένους αγρούς, αρκεί να υπήρχε άφθονο νερό. Το αμμώδες έδαφος ξανάβρισκε την οργανική του ύλη, την ισορροπία ορυκτών και την αναγκαία δομή του, που επέτρεπαν την απορρόφηση και διατήρηση της υγρασίας.

Ελπίδα του Πφάιφερ ήταν να προμηθεύει τη χώρα με φτηνή οργανική ύλη, που θα στερέωνε την επιφάνεια του εδάφους και θα ανέτρεπε το δρόμο προς την καταστροφή. «Αν περνούσαν όλα τα σκουπίδια της Αμερικής από αυτή την επεξεργασία», είπε, «θα είχαμε κάπου τριάντα εκατομμύρια τόνους κομπόστο κάθε χρόνο, αρκετό για να λιπαίνει δέκα εκατομμύρια acres γης. Οι σκουπιδότοποι θα εξαφανίζονταν».

Ο Γουόλτερ Φ. Γκίμπσον, υπεύθυνος της Υγειονομικής Υπηρεσίας στο Όκλαντ, αποκάλεσε το εργοστάσιο «πραγματικό δώρο για κάθε δήμο… Με σωστά οικονομικά θεμέλια, μπορεί να λειτουργήσει οτιδήποτε». Η εφημερίδα Τρίμπιουν του Όκλαντ, αναφερόμενη στο Σαν Φρανσίσκο που δεν αποφάσιζε ν’ αποκτήσει το δικό του εργοστάσιο κομπόστου, έγραψε: «Έχει και η Καλιφόρνια τις καθυστερημένες πόλεις της».

Η λαίδη Εύα Μπάλφουρ, γραμματέας του συλλόγου Soil Ltd στη Βρετανία, αφού σκαρφάλωσε με κέφι στους σκουπιδόλοφους, χαρακτήρισε την επίσκεψή της στο εργοστάσιο της Κόμκο σαν το καλύτερο κομμάτι της περιοδείας της στις ΗΠΑ.

Ο Πφάιφερ ωστόσο είχε δαγκώσει περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν αυτός ή οι φάλλαγες των μικροβίων του να μασήσουν. Η συντονισμένη αντίδραση των παραγωγών χημικών λιπασμάτων, που ανησυχούσαν για την τροπή των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να χωνευτεί. Μέσα σε δυο χρόνια, η εταιρία Κόμκο στο Όκλαντ είχε κλείσει μια για πάντα.

Σαράντα χρόνια σχεδόν αργότερα, δεν έχει γίνει καμιά πραγματική προσπάθεια να συνεχιστεί το έργο του Πφάιφερ. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς, το σημαντικότερο πρόβλημα για την πολιτεία της Νέας Υόρκης κατά την επόμενη δεκαετία θα είναι τα απορρίμματά της.

«Είναι σαν το χρόνο», είπε ο διευθυντής της Υγειονομικής Επιτροπής της πόλης. «Σαν το χρόνο, έτσι και τα σκουπίδια δε σταματούν ποτέ».

Πίσω ξανά στο εργαστήριό του, στη φάρμα Θρίφολντ, φοβερά απογοητευμένος αλλά απτόητος, ο Πφάιφερ συνέχισε τις έρευνες, πολεμώντας για το σκοπό του από βήμα σε βήμα, αντιμέτωπος με πανίσχυρους εχθρούς της βιοδυναμικής αγροκαλλιέργειας. Μαζί με τους άλλους οργανικούς γεωργούς, είχε γίνει στόχος γελοιοποίησης από τις εταιρίες χημικών ουσιών που, εκτός από τα τεράστια κεφάλαιά τους, είχαν και το φανερό ή κρυφό έλεγχο γεωργικών σχολών, εφημερίδων, περιοδικών και εκδοτικών οίκων.

Πηγή: Μυστικά του Εδάφους - Peter Tompkins and Christopher Bird

4 comments:

neoinileias said...

πολυ καλο αρθρο

kalliopi said...

Είναι πολύ ενδιαφέρον όλο το βιβλίο.
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.

Υπόγειος said...

Πολύ ωραίο άρθρο και διδακτικό!!!
Μπράβο

kalliopi said...

Να 'σαι καλά :)
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.