Αναβολή της ικανοποίησης
Η αναβολή της ικανοποίησης είναι μια διαδικασία προγραμματισμού της ταλαιπωρίας και της ευχαρίστησης στη ζωή, με τρόπο ώστε να μεγαλώνει η ευχαρίστηση με την αντιμετώπιση και την εγκαρτέρηση της ταλαιπωρίας πρώτα απ’ όλα, για να ξεμπερδεύεις μια και καλή απ’ αυτήν. Αυτός είναι ο μόνος ικανοποιητικός τρόπος να ζήσεις.
Αυτό το εργαλείο ή η μέθοδος προγραμματισμού μαθαίνεται από τα περισσότερα παιδιά πολύ νωρίς, κάποτε κι από την ηλικία των πέντε ετών. Για παράδειγμα, συμβαίνει ένα παιδί πέντε χρόνων όταν παίζει κάποιο παιχνίδι με ένα σύντροφό του να προτείνει να αρχίσει ο σύντροφός του πρώτος, έτσι που το παιδί να μπορεί να ευχαριστηθεί τη σειρά του αργότερα. Στην ηλικία των έξι χρόνων, τα παιδιά μπορούν να αρχίσουν να τρώνε από το κέικ τους πρώτα την ψίχα και στο τέλος τη ζαχαρένια κρούστα του.
Στην περίοδο που το παιδί πάει στο δημοτικό σχολείο, αυτή η πρώιμη ικανότητα αναβολής της ικανοποίησης ασκείται καθημερινά, ιδιαίτερα με τη σχολική εργασία που γίνεται στο σπίτι. Στην ηλικία των δώδεκα χρόνων μερικά παιδιά είναι ήδη ικανά να κάθονται κάποτε, χωρίς παρακίνηση από τους γονείς, να τελειώνουν την κατ’ οίκον σχολική εργασία τους πριν πάνε να δουν τηλεόραση. Στην ηλικία των δεκαπέντε ή δεκαέξι μια τέτοια συμπεριφορά είναι συνηθισμένη και θεωρείται φυσιολογική.
Γίνεται, ωστόσο, φανερό για τους δασκάλους των παιδιών αυτής της ηλικίας, ότι σημαντικός αριθμός εφήβων μένει πίσω από αυτόν τον κανόνα.
Γιατί μια πλειονότητα αναπτύσσει μια ικανότητα να αναβάλλει την ικανοποίηση, ενώ μια σημαντική μειονότητα αποτυχαίνει, συχνά ανεπανόρθωτα, να αναπτύξει αυτή την ικανότητα; Η απάντηση δεν είναι απόλυτα επιστημονικά γνωστή. Ο ρόλος των γενετικών παραγόντων είναι ασαφής. Οι μεταβλητές δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν επαρκώς ώστε να δώσουν μιαν επιστημονική απόδειξη. Αλλά πολλά σημάδια δείχνουν, αρκετά καθαρά, ότι η γονική ποιότητα είναι ο καθοριστικός παράγοντας.
Οι αμαρτίες του πατέρα
Μιας και δεν έχουμε τη δυνατότητα της σύγκρισης όταν είμαστε νέοι, οι γονείς μας μοιάζουν με θεούς στα παιδικά μάτια μας. Όταν οι γονείς κάνουν κάτι με έναν ορισμένο τρόπο, αυτό φαίνεται στο μικρό παιδί να είναι ο σωστός τρόπος ενέργειας. Αν ένα παιδί βλέπει τους γονείς του καθημερινά να συμπεριφέρονται με αυτο-πειθαρχία, συγκράτηση, αξιοπρέπεια και με κάποιαν ικανότητα να βάζουν τάξη στη ζωή τους, τότε το παιδί θα φτάσει κάποτε να αισθανθεί στα τρίσβαθα του είναι του, ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος ζωής. Αν ένα παιδί βλέπει τους γονείς του καθημερινά να ζουν χωρίς αυτοσυγκράτηση ή αυτοπειθαρχία, τότε θα φτάσει σιγά σιγά στη βαθιά πεποίθηση ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος ζωής.
Ακόμα πιο σημαντικό από το ρόλο που έχει το μοντέλο είναι η αγάπη. Γιατί ακόμα και στα χαοτικά και ακατάστατα σπίτια υπάρχει, περιστασιακά έστω, γνήσια αγάπη, και από τέτοια σπίτια μπορεί να βγουν αυτοπειθαρχημένα παιδιά. Και όχι σπάνια, γονείς που ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα – γιατροί, δικηγόροι, γυναίκες κοινωνικοί λειτουργοί και φιλάνθρωποι -, που διάγουν αυστηρά οργανωμένη και ευπρεπή ζωή, αλλά στερούνται αγάπης, στέλνουν στον κόσμο παιδιά που είναι τόσο απείθαρχα, άτακτα και αποδιοργανωμένα, όσο κι ένα παιδί που προέρχεται από φτωχικό και ακατάστατο σπίτι.
Κοντολογίς, η αγάπη είναι το παν. Το μυστήριο της αγάπης θα εξεταστεί σε κατοπινά τμήματα αυτού του βιβλίου. Όμως για χάρη της συνοχής, θεωρώ σκόπιμο να κάνω μια σύντομη αλλά και περιορισμένη αναφορά σ’ αυτήν και της σχέσης της εδώ με την πειθαρχία.
Όταν αγαπάμε κάτι, αυτό έχει αξία για μας, και όταν κάτι έχει αξία για μας, ξοδεύουμε χρόνο γι’ αυτό, είτε για να το χαρούμε, είτε για να το φροντίσουμε.
Παρατηρήστε έναν νεαρό, ερωτευμένο με το αυτοκίνητό του, και προσέξτε πόσο χρόνο διαθέτει για να το θαυμάζει, να το γυαλίζει, να το επιδιορθώνει, να το ρυθμίζει. Ή έναν ηλικιωμένο που έχει ένα ροδόκηπο και αφιερώνει χρόνο για να τον κλαδεύει, να προφυλάσσει τις ρίζες του, να του βάζει λίπασμα, να τον μελετά. Το ίδιο συμβαίνει όταν αγαπάμε τα παιδιά, διαθέτουμε χρόνο να τα θαυμάζουμε και τα φροντίζουμε. Τους δίνουμε το χρόνο μας.
Η σωστή πειθαρχία χρειάζεται χρόνο. Όταν δεν έχουμε χρόνο να αφιερώσουμε στα παιδιά μας ή δεν έχουμε το χρόνο που θα θέλαμε να τους αφιερώσουμε, τότε δεν τα προσέχουμε αρκετά, ώστε να αντιλαμβανόμαστε πότε η ανάγκη τους για την πειθαρχική βοήθειά μας εκφράζεται διακριτικά. Αν η ανάγκη τους για πειθαρχία είναι τόσο κατάφωρη που να συγκρούεται με τη συνείδησή μας, μπορούμε πα’ όλα αυτά να αδιαφορούμε γι’ αυτή την ανάγκη με τη σκέψη ότι είναι πιο βολικό να τα αφήνουμε να κάνουν αυτό που νομίζουν: «Δεν έχω τη δύναμη να ασχοληθώ σήμερα με αυτά». Ή τελικά, αν είμαστε αναγκασμένοι να δράσουμε λόγω των παραπτωμάτων τους και του ερεθισμού μας, τους επιβάλουμε πειθαρχία, συχνά βάναυσα, από θυμό και όχι ύστερα από λογική σκέψη, χωρίς να εξετάζουμε το πρόβλημα, ούτε καν να βρούμε το χρόνο να σκεφτούμε τι λογής πειθαρχία είναι η πιο ενδεδειγμένη γι’ αυτό ειδικά το πρόβλημα.
Οι γονείς που αφιερώνουν χρόνο για τα παιδιά τους, ακόμα και όταν αυτό δεν απαιτείται από κατάδηλες αταξίες, θα αντιληφθούν σ’ αυτά δυσδιάκριτες ανάγκες πειθαρχίας στις οποίες θα αντιδράσουν με ήπιες παραινέσεις ή με επίπληξη ή κριτική παρατήρηση ή έπαινο, που θα δίνονται με περίσκεψη και προσοχή. Θα παρατηρήσουν με ποιο τρόπο τα παιδιά τους τρώνε το κέικ, πώς μελετούν, πότε λένε ψεματάκια, πότε αποφεύγουν τα προβλήματα αντί να τα αντιμετωπίζουν. Θα αφιερώσουν χρόνο για να κάνουν αυτές τις μικρές διορθώσεις και αναπροσαρμογές, ακούγοντας τα παιδιά τους, ανταπαντώντάς τους, σφίγγοντας λίγο εδώ, λασκάροντας λίγο εκεί, δίνοντάς τους μικρές διαλέξεις, μικρές ιστορίες, λίγα αγκαλιάσματα και φιλιά, λίγες νουθεσίες, λίγα ελαφριά χτυπήματα στην πλάτη. Έτσι, η ποιότητα της πειθαρχίας που δίνεται από γονείς οι οποίοι αγαπούν τα παιδιά είναι ανώτερη από την πειθαρχία γονέων που δεν τα αγαπούν. Αφιερώνοντας χρόνο για να παρατηρούν και να σκέφτονται τις ανάγκες των παιδιών τους, οι γονείς που αγαπούν συχνά βασανίζονται προκειμένου να πάρουν τις σωστές αποφάσεις και κυριολεκτικά υποφέρουν μαζί με τα παιδιά τους. Τα παιδιά δε μένουν τυφλά μπροστά στο γεγονός αυτό. Αντιλαμβάνονται όταν οι γονείς τους είναι πρόθυμοι να υποφέρουν μαζί τους και, μολονότι, δεν εκδηλώνουν ίσως με άμεσο τρόπο την ευγνωμοσύνη τους, θα μάθουν κι αυτά να υποφέρουν. «Αν οι γονείς μου είναι πρόθυμοι να υποφέρουν μαζί μου» θα λένε στον εαυτό τους «τότε το να υποφέρεις δεν πρέπει να είναι τόσο κακό και θα είμαι έτοιμος και εγώ ο ίδιος να υποφέρω. Αυτό είναι η αρχή της αυτοπειθαρχίας.
Ο χρόνος και η ποιότητα του χρόνου που οι γονείς αφιερώνουν στα παιδιά δείχνει σ’ αυτά πόσο τα εκτιμούν οι γονείς τους. Μερικοί γονείς που στο βάθος δεν αγαπούν τα παιδιά, προσπαθώντας να καλύψουν τη δική τους έλλειψη φροντίδας γι’ αυτά, κάνουν συχνά διακηρύξεις αγάπης στα παιδιά τους, κατ’ επανάληψη και μηχανικά, λέγοντάς τους πόσο πολύ τα εκτιμούν, χωρίς όμως να αφιερώνουν αρκετό χρόνο γι’ αυτά. Τα παιδιά τους ποτέ δεν ξεγελιούνται ολότελα από τέτοιες ρηχές κουβέντες. Συνειδητά μπορεί να τους αρέσουν, γιατί θέλουν να πιστεύουν ότι οι γονείς τους τα αγαπούν, υποσυνείδητα όμως ξέρουν ότι οι κουβέντες των γονιών τους δεν ταιριάζουν με τις πράξεις τους.
Από την άλλη μεριά, τα παιδιά που οι γονείς τους τα αγαπούν αληθινά, συμβαίνει βέβαια σε στιγμές που θίγονται να νιώθουν ή να διακηρύττουν συνειδητά ότι έχουν παραμεληθεί, ωστόσο υποσυνείδητα ξέρουν ότι οι γονείς τους τα εκτιμούν. Αυτή η γνώση αξίζει περισσότερο κι από χρυσάφι. Γιατί όταν τα παιδιά ξέρουν ότι έχουν την εκτίμηση των γονιών τους, όταν αληθινά το νιώθουν αυτό βαθιά μέσα τους, τότε αισθάνονται πως είναι όντως άτομα με αξία. Το συναίσθημα ότι έχεις αξία, «είμαι ένα πρόσωπο με αξία», είναι απαραίτητο για την ψυχική υγεία και ακρογωνιαίος λίθος της αυτοπειθαρχίας. Αυτό είναι ένα άμεσο προϊόν της αγάπης των γονέων. Μια τέτοια πεποίθηση πρέπει να αποκτηθεί στην παιδική ηλικία. Είναι αφάνταστα δύσκολο να την αποκτήσεις κατά την περίοδο της ενηλικίωσης. Αντίστροφα, όταν τα παιδιά έχουν μάθει με τη βοήθεια της αγάπης των γονιών τους να αισθάνονται ότι έχουν αξία, είναι σχεδόν αδύνατο οι μεταστροφές της ενηλικίωσης να καταστρέψουν την ψυχοστασία τους. Αυτό το συναίσθημα, ότι έχεις αξία, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της αυτοπειθαρχίας, επειδή όταν ένας θεωρεί τον εαυτό του ότι αξίζει, θα φροντίσει για τον εαυτό του με όλα τα απαραίτητα μέσα. Αυτοπειθαρχία σημαίνει αυτο-μέριμνα. Αν αισθανόμαστε ότι αξίζουμε, τότε θα καταλάβουμε πως ο χρόνος μας είναι πολύτιμος, κι αν καταλάβουμε πως ο χρόνος μας είναι πολύτιμος, τότε θα θέλουμε να τον χρησιμοποιούμε με σωστό τρόπο.
Αποτέλεσμα των βιωμάτων της συνεπούς γονικής αγάπης και φροντίδας κατά την παιδική ηλικία είναι ότι τα τυχερά αυτά παιδιά θα μπουν στην ενηλικίωση όχι μόνο με μια βαθιά εσωτερική αίσθηση της δικής τους αξίας, αλλά και με μιαν εξίσου βαθιά εσωτερική αίσθηση ασφάλειας. Όλα τα παιδιά τρέμουν την εγκατάλειψη, και με το δίκιο τους. Αυτός ο φόβος της εγκατάλειψης αρχίζει γύρω στην ηλικία των έξι μηνών, μόλις το παιδί είναι πια σε θέση να αντιληφθεί τον εαυτό του ως άτομο χωριστό από τους γονείς του. Γιατί μαζί με αυτή την αντίληψη τους εαυτού του ως ατόμου, έρχεται η συναίσθηση ότι ως άτομο είναι εντελώς απροστάτευτο, εξ ολοκλήρου εξαρτώμενο, εξ ολοκλήρου στο έλεος των γονιών του για όλες τις μορφές συντήρησης και όλους τους τρόπους επιβίωσης. Για το παιδί η εγκατάλειψη από τους γονείς του ισοδυναμεί με θάνατο. Οι
περισσότεροι γονείς ακόμα κι όταν είναι κατά τα άλλα σχετικά αμαθείς ή σκληρόπετσοι, είναι από ένστικτο ευαίσθητοι στο φόβο των παιδιών τους μήπως εγκαταλειφθούν, και γι’ αυτό μέρα με τη μέρα εκατοντάδες και χιλιάδες φορές παρέχουν στους γόνους των την αναγκαία διαβεβαίωση: «Ξέρεις η μαμά και ο μπαμπάς δεν πρόκειται να σε αφήσουν μόνο». «Βεβαίως η μαμά και ο μπαμπάς θα γυρίσουν να σε πάρουν». «Η μαμά και ο μπαμπάς δεν πρόκειται να σε ξεχάσουν». Αν αυτά τα λόγια ταιριάζουν με τις πράξεις μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, το παιδί, όταν φτάνει στην εφηβεία, θα έχει απαλλαγεί από το φόβο της εγκατάλειψης και στη θέση του θα έχει ένα βαθύ εσωτερικό συναίσθημα ότι ο κόσμος είναι ένας τόπος ασφαλής για την ύπαρξή του και την προστασία του. Με αυτή την εσωτερική αίσθηση της σταθερής ασφάλειας του κόσμου, ένα τέτοιο παιδί μπορεί ανεμπόδιστα να καθυστερεί την κάθε λογής ικανοποίηση, γιατί θα ξέρει με βεβαιότητα ότι η ευκαιρία για ικανοποίηση, όπως το σπίτι και οι γονείς, είναι πάντα παρούσα και στη διάθεσή του, όποτε τη χρειαστεί.
Πολλοί όμως δεν είναι τόσο τυχεροί. Ένας σημαντικός αριθμός παιδιών εγκαταλείπονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους, είτε λόγω θανάτου των γονέων, λόγω εγκατάλειψης ή καθαρής παραμέλησης από μέρους τους, είτε λόγω έλλειψης φροντίδας. Αλλά, αν και δεν εγκαταλείφθηκαν πραγματικά, δεν έλαβαν από τους γονείς τους την καθησύχαση ότι δεν πρόκειται να εγκαταλειφθούν. Μερικοί γονείς, για παράδειγμα, επιθυμώντας να επιβάλλουν πειθαρχία όσο το δυνατό πιο εύκολη και γρήγορη, χρησιμοποιούν την απειλή της εγκατάλειψης φανερά ή υπαινικτικά για να το καταφέρουν. Το μήνυμα που δίνουν στα παιδιά τους είναι: «Αν δεν κάνεις ακριβώς αυτό που θέλω να κάνεις, θα πάψω να σ’ αγαπώ και μπορείς ο ίδιος να φανταστείς τι μπορεί αυτό να σημαίνει». Αυτό σημαίνει, φυσικά, εγκατάλειψη και θάνατο. Αυτοί οι γονείς θυσιάζουν την αγάπη στην ανάγκη τους για έλεγχο και κυριαρχία πάνω στα παιδιά τους, και η αμοιβή τους είναι παιδιά που είναι υπερβολικά φοβισμένα για το μέλλον. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα παιδιά αυτά εγκαταλειμμένα, είτε ψυχολογικά είτε ουσιαστικά, μπαίνουν στην ενηλικίωση χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι ένας ασφαλής και προστατευτικός χώρος. Αντίθετα, αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως κάτι επικίνδυνο και τρομακτικό, και δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν όποια ικανοποίηση ή σιγουριά βρίσκουν στο παρόν, για την υπόσχεση μεγαλύτερης ικανοποίησης ή σιγουριάς στο μέλλον, μιας και γι’ αυτούς το μέλλον φαίνεται απόλυτα αβέβαιο.
Πηγή: Ο Δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος - M. Σκοτ Πεκ (εκδόσεις Κέδρος).
No comments:
Post a Comment