Πηγή: ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΣΤΡΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ – ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΣΕΛ. 12
Η πρώτη «γνωριμία» του νεαρού ατόμου με την επιθετικότητα και τη βία γίνεται στα ομαδικά παχνίδια και τους καβγάδες και συχνά χαρίζει τόση ευχαρίστηση που καλεί σε «επανάληψη» των κατορθωμάτων.
Η αδιαμόρφωτη αυτή συναίνεση – στην οποία το στοιχείο της «πρόκλησης» από τον άλλο παίζει το ρόλο της ψυχικής τεχνικής ουδετεροποίησης (Matza) – επηρεάζεται, αρνητικά ή θετικά, ανάλογα με τις αντιδράσεις των φίλων του, των συγγενών του κ.λπ.
Πρωταρχική όμως σημασία αποκτά η αυτοεπιβεβαίωσή του, δηλαδή ότι πλέον «μπορεί» - όταν βέβαια το θελήσει κι εφόσον προκληθεί. Αυτή η απόδειξη του «μπορώ» συνιστά για το νεαρό μια γέφυρα μετάβασης στον ανδρισμό, όπου η επιθετική συμπεριφορά, ο θαυμασμός ή ο φόβος των άλλων συνιστούν τυπικά χαρακτηριστικά.
Η κοινωνική αντίδραση στη συμπεριφορά αυτή (του την έχει δώσει, είναι τσαμπουκάς) συνήθως συνοδεύεται από την απόρριψη του «ήρωα» (μην τον πλησιάζεται, είναι επικίνδυνος), γεγονός που προκαλεί κρίση και στον ίδιο.
Η παρέα που τον προκάλεσε να γίνει επιθετικός και βίαιος, τώρα του ζητά να μετριάσει ή και να αποβάλει αυτόν τον τύπο δράσης.
Εκείνος όμως, έχοντας αποκτήσει αίσθηση δύναμης, δεν δέχεται να απορρίψει την «εικόνα» του. Μπορεί να έχει κακή φήμη, αλλά όλοι τον γνωρίζουν.
Η διατήρηση αυτής της «εικόνας» υποχρεώνει τον ήρωα σε επίτευξη νέων και δυσκολότερων βίαιων κατορθωμάτων, με περισσότερο κίνδυνο και χωρίς τη δικαιολογία της άμυνας.
Από την επιθετικότητα στην εχθρότητα erga omnes και από εκεί στην αποκτήνωση (όπου ηδονίζεται με το κτύπημα), το πέρασμα είναι σχετικά εύκολο.
Ο «ήρωας» γίνεται πλέον μόνιμη απειλή για το στενό περιβάλλον, με αποτέλεσμα όλοι να τον αποφεύγουν, γεγονός που τον αναγκάζει να προσφύγει σε χώρους και παρέες όπου η κακή φήμη έχει πέραση.
Η απώλεια όμως των πρωτογενών σχέσεων και η αδυναμία προσαρμογής του στα «κυκλώματα», συχνά οδηγούν το νεαρό σε ένα μοναχικό δρόμο, στις γωνιές του οποίου τον παραμονεύουν το έγκλημα, τα ναρκωτικά, ο θάνατος.
Το μακρύ ταξίδι της ωρίμανσης του περάσματος στην πράξη ακολουθεί την ίδια ρότα με το μακρύ ταξίδι μέσα στις εγκληματολογικές θεωρίες (από τον εξ ιδιοσυγκρασίας εγκληματία μέχρι τη θεωρία της υποκουλτούρας της βίας και της ετικέτας).
Η Εγκληματολογία ξαναβρίσκει τις ρίζες της. Το μαγικό στοιχείο και η υπαρξιακή αγωνία ζουν και θα επιβιώνουν πάντα μέσα στην Εγκληματολογία και στον εγκληματία.
Και από εκεί πρέπει να αρχίζουν όλες οι προσεγγίσεις, γιατί ερμηνείες υπάρχουν τόσες όσοι και οι επιστήμονες, αλλά πάντα λιγότερες από τις βιωμένες καταστάσεις των ίδιων των δραστών.
Δεν ξέρω αν αυτό το «ταξίδι μέσα στους δρόμους της ωρίμανσης της βίας» εξηγείται από τους ρόλους (ο άνδρας οφείλει να είναι κυρίαρχος και επιθετικός). Δεν ξέρω αν η επιθετικότητα είναι μια μορφή επικοινωνίας, ή μια επώδυνη στιγμή ρήξης των δεσμών της επικοινωνίας. Δεν ξέρω αν η αυτοεκτίμηση περνάει μέσα από τη φυσική υποταγή του άλλου.
Είμαι όμως πεπεισμένος ότι πίσω από τη φανερή δύναμη του επιθετικού υπολανθάνει μια κρυμμένη αδυναμία του φοβισμένου, που, δυστυχώς, δεν έμαθε άλλο τρόπο να μιλάει παρά μόνο με τα χέρια, και δεν έμαθε άλλο τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία του στο χώρο και στο χρόνο παρά μόνο με το έγκλημα.
Η δική μου θέση παραμένει σταθερή εδώ και χρόνια: πίσω από τις αιτίες υπάρχουν οι συμβολισμοί και μέσα στους συμβολισμούς κρύβονται κοινωνικές αλήθειες που μας αφορούν όλους και όχι μόνο τους «εξεταζόμενους» στο εγκληματολογικό μικροσκόπιο ανηλίκους.
Το παιχνίδι με το θάνατο, η πρόκληση στον κοινωνικό καθωσπρεπισμό, η σύγκρουση, η ένταξη σε (υπο-)ομάδες, η φυγή, η περιθωριοποίηση, οι αξίες που αμφισβητούνται και οι αντιαξίες που υιοθετούνται πρέπει να εκληφθούν και ως κραυγή – επίκληση βοήθειας.
Μέσα από τη διπλή σχέση «Δικαίου – Ανηλίκου» (προστασία και δικαιώματα), αλλά ακόμα και μέσα από τη «χάρτα της προστασίας των νεαρών εγκληματιών» (ποινικό δίκαιο) πρέπει να δημιουργούμε το αναγκαίο πλέγμα εγγυήσεων. Από την άλλη πλευρά οι (διαφαινόμενες) τάσεις «αποποινικοποίησης» ή «αποεγκληματοποίησης» του δικαίου των ανηλίκων προσφέρουν πλέον ευοίωνες προοπτικές.
Η κοινωνικοποίηση όμως δεν εξαρτάται μόνο (ή κυρίως) από ένα θεσμικό/κανονιστικό παράδειγμα, αλλά από ένα ερμηνευτικό παράδειγμα. Η συναισθηματική και διαπροσωπική προσέγγιση και η κοινωνική ευαισθησία – κατανόηση στα προβλήματα της νεολαίας φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι οι δογματισμοί και οι αφορισμοί.
Ανάμεσα στις αρχές της «δικαιοσύνης» και της «πρόνοιας» πρέπει να κινούνται οι διαδικασίες του κοινωνικού αποστιγματισμού, της ηθικής αποφόρτισης, της ελάχιστης παρέμβασης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το τρίπτυχο της νεανικής εγκληματικότητας (βία-κλοπή-ναρκωτικά) στην πραγματικότητα «κρύβει» τις επιλογές και αξίες της κοινωνικής των «μεγάλων» (λατρεία του σώματος-αναζήτηση του χρήματος-φυγή στην περιπέτεια).
Η εγκληματικότητα των νέων ως αγωνιώδες, τραυματικό και απρόσφορο μέσο αναζήτησης νέων αξιών πρέπει να μας φέρει αλληλέγγυους στην κατανόηση-διαχείριση των σημείων ρήξης και όχι να καταλήξει σε ενίσχυση των μέτρωv πειθαρχοποίησης και υποταγής.
Το παιδί-θύμα (με την πραγματική αλλά και την κοινωνικονομική έννοια) μετατρέπεται σε παιδί-θύτη (με την εγκληματολογική αλλά και υπαρξιακή διάσταση), γεγονός που αυξάνει τις ευθύνες των ενηλίκων και της «κατειλημμένης» (από τους ενήλικες) κοινωνίας.Καθηγητής Γιάννης Πανούσης
No comments:
Post a Comment