Στην αρχή δεν υπήρχε τροφή, ούτε κανείς που την αναζητούσε για να τη φάει. Μόνον ένας μικροσκοπικός πλανήτης σε τροχιά γύρω από ένα άστρο δεύτερου μεγέθους. Το πώς δημιουργήθηκε είναι μια άλλη ιστορία, αποτελεί πάντως γεγονός πως ο πλανήτης ήταν πολύ ζεστός για να φιλοξενήσει μιαν οποιαδήποτε μορφή ζωής. Στη συνέχεια, κρύωσε και δημιούργησε γύρω του ένα περίβλημα από αέρια, που τα συγκράτησε στην περιφορά του – την ατμόσφαιρα. Σ’ αυτή την πρωτογενή ατμόσφαιρα υπήρχε υδρογόνο, μεθάνιο, υδρατμοί και αμμωνία. Τέσσερα ανόργανα αέρια, που, αν υποστούν τη διοχέτευση μιας μορφής ενέργειας, όπως η ηλεκτρική εκκένωση, παράγουν οργανικές συνθέσεις στην απλούστερη μορφή τους. Οι οργανικές αυτές συνθέσεις είναι τα αμινοξέα. Αυτό που συνέβει σε μεγάλη έκταση στην ατμόσφαιρα του πλανήτη μας, μπορεί σήμερα να επαναληφθεί πειραματικά σε οποιοδήποτε υποτυπώδες σχολικό εργαστήριο και αποδεικνύει τον τρόπο που δημιουργήθηκαν μέσα στην αρχική ατμόσφαιρα τα πρώτα οργανικά μόρια, χάρη στην επίδραση της ηλιακής φωτεινής ενέργειας και πως, στη συνέχεια, με τις βροχές, έπεσαν πάνω στους γήινους ωκεανούς. Από τη φάση αυτή, το μόνο που χρειαζόμαστε να προσθέσουμε είναι μια μικρή ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας και να φτάσουμε σε βρασμό, για να αποκτήσουμε την «πρωταρχική σούπα». Θα πρέπει κατόπιν να ανακατέψουμε προσεχτικά τη σούπα για μερικά εκατομμύρια χρόνια. Η σούπα θα πήξει και τα μόρια των αμινοξέων θα αντιδράσουν μεταξύ τους, δημιουργώντας πιο πολύπλοκες συνθέσεις, όπως οι υδατάνθρακες. Αυτοί αποτελούν και την πρώτη τροφή.
Οι πρώτοι καταναλωτές της τροφής παρουσιάστηκαν αργότερα, χάρη στις περίπλοκες βιοχημικές αντιδράσεις των ενζύμων με τους υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες. Σήμερα, ξέρουμε πια την απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: «η κότα γέννησε το αβγό ή το αβγό την κότα»; Μέσα στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης περιέχεται η απάντηση. Η τροφή κατασκεύασε τον καταναλωτή της, που, στη συνέχεια, έγινε δημιουργός τροφής, τροφοδότησης, για άλλες μορφές καταναλωτών κ.ο.κ. Έτσι άρχισαν όλα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όλα πήγαιναν θαυμάσια και ο μηχανισμός λειτούργησε στην εντέλεια. Μέχρι τη στιγμή που παρουσιάστηκε το πρώτο πρόβλημα. Οι καταναλωτές ανακάλυψαν την πείνα. Πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ που η πρωταρχική σούπα δεν μπορούσε να τους θρέψει όλους κι έτσι ορισμένοι απ’ αυτούς έπρεπε να πεθάνουν. Οι υπόλοιποι έφαγαν τους νεκρούς, επέζησαν και ανακάλυψαν τη βιολογική επιλογή.
Έτσι, πολύ πριν αναπτυχθούν οι πολύπλοκες μορφές ζωής, το Παιχνίδι της Τροφής είχε αρχίσει. Και συνεχίστηκε στην πρωταρχική μορφή του, μέχρι την εποχή που ένα μέρος από τους καταναλωτές-τροφοδότες ανακάλυψε τη φωτοσύνθεση και κατάφερε να χρησιμοποιήσει άμεσα την ηλιακή ενέργεια. Οι «φωτοφάγοι» γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, κι είναι οι πρόγονοι όλων των φυτών, αλλά, εφόσον κανείς απ’ αυτούς δεν πήρε ενεργό μέρος στο Παιχνίδι της Τροφής, δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Πάντως, η αξιολογότερη προσφορά τους που αξίζει να σημειωθεί είναι πως γέμισαν με οξυγόνο τους ωκεανούς και τον αέρα. Το οξυγόνο των «φωτοφάγων» εξασφάλισε το μηχανισμό της αναπνοής και άνοιξε το δρόμο για μια νέα γενιά καταναλωτών της αρχικής σούπας. Αυτοί δεν ήταν πλέον υποχρεωμένοι, όπως οι πρόγονοί τους, να ζουν «μέσα στο πιάτο τους».
Στο στάδιο αυτό αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικοί τύποι ζωικών μορφών. Ο ένας τύπος άρχισε να αναζητά την τροφή του, ενώ ο άλλος προτίμησε να εγκατασταθεί και να περιμένει την τροφή να έρθει μόνη της προς το μέρος του. Οι δεύτεροι απόλαυσαν την εξασφάλιση της σταθερής βάσης. Οι πρώτοι ανέπτυξαν την προσαρμοστικότητα στην ποικιλία των μορφών της τροφής. Αλλά, η εκλογή τους είχε κι άλλες συνέπειες. Πρώτ’ απ’ όλα, ανέπτυξαν μηχανισμούς που τους επέτρεπαν να μετακινηθούν. Τα πρωταρχικά αυτά κύτταρα απέκτησαν μακρόστενο σχήμα και μικρές προεξοχές σε όλη την εξωτερική τους επιφάνεια που με την κίνησή τους εξασφάλισαν τη μετακίνηση του σώματος. Τέτοια πρωταρχικά κύτταρα υπάρχουν ακόμα στο ανθρώπινο σώμα, με ελάχιστες μετατροπές από την αρχική τους μορφή. Βρίσκονται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού και χαρακτηρίζονται από φωτοευαισθησία, καθώς και στο εσωτερικό του αυτιού, όπου διαπιστώνουν και μεταφέρουν στον εγκέφαλο πληροφορίες για την κίνηση του σώματος. Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπισαν τα μακρόστενα αυτά κύτταρα με την τριχοειδή επιφάνεια ήταν ο κίνδυνος των συγκρούσεων από τις μετακινήσεις. Βρήκαν τη λύση στη μαζική μετακίνηση. Με το πέρασμα του χρόνου, η ομάδα των κυττάρων διαχωρίστηκε σε υποομάδες, που η καθεμία ανέλαβε μια ξεχωριστή αποστολή για την εξυπηρέτηση του συνόλου. Μια υποομάδα ανέλαβε την υπεράσπιση της ομάδας. Μια άλλη την εκμετάλλευση της τροφής και τη χημική της διεργασία. Ο καταμερισμός της εργασίας είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη δυνατή προσαρμοστικότητα της ομάδας των κυττάρων στα είδη τροφής που συναντάμε. Οι ομάδες των κυττάρων με χαρακτηριστικό τους την καταμερισμένη εργασία διαμόρφωσαν τα πρώτα έντερα.
Στην αρχή ήταν μια απλή σακούλα με προστατευμένα εξωτερικά τοιχώματα κι έναν κενό χώρο στο εσωτερικό της, που υποδεχόταν τις τροφές, τις εκμεταλλευόταν με χημικά μέσα κι έδιωχνε από την ίδια είσοδο τα άχρηστα για το σύνολο υλικά. Γρήγορα, η απλή σακούλα αναπτύχθηκε σε ένα οργανωμένο σύνολο. Όλοι οι κινητοί καταναλωτές τροφής αποδέχτηκαν ένα κυλινδρικό σχήμα, εύκολο στις μετακινήσεις τους και με τη μικρότερη δυνατή εκτεθειμένη επιφάνεια στο περιβάλλον. Ο κύλινδρος τελειοποιήθηκε σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε πρωτόζωου κι εξοπλίστηκε με τα απαραίτητα ανοίγματα και εξοχές. Το τελικό σχήμα ήταν πάντα εξαρτημένο από τον τρόπο που οι εντεροφόροι αυτοί οργανισμοί πήραν μέρος στο Παιχνίδι της Τροφής.
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς την ποικιλία των προσαρμογών για την εξυπηρέτηση της ανάγκης της διατροφής είναι να παρατηρήσει όλες τις τεχνικές εφαρμογές που πιστεύει ότι ανακάλυψε ο άνθρωπος. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ανθρώπινου σώματος είναι πως διατήρησε ένα πολύ γενικευμένο σχήμα, ικανό να προσαρμόζεται σε κάθε ειδική περίσταση. Η μόνη κατασκευή του σώματός του που ειδικεύτηκε είναι ο εγκέφαλος. Ο άνθρωπος τον χρησιμοποιεί για να εξισορροπήσει τις άλλες φυσικές αδυναμίες του, που αρνήθηκε να αναπτύξει. Επινόησε, χάρη στον εγκέφαλο, εργαλεία και τεχνικές εφαρμογές, που τις χρησιμοποίησε σαν προεκτάσεις του σώματός του, για να ανακαλύπτει και να πιάνει την τροφή του. Τα εργαλεία και οι τεχνικές εφαρμογές τού φαίνονται σαν δικές του πρωτότυπες ανακαλύψεις, αλλά, η φύση τις γνώριζε πολύ πριν απ’ αυτόν. Για κάθε ανθρώπινη ανακάλυψη υπάρχει και η αντίστοιχη παλιότερη στη φύση.
Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ρόπαλα, μαχαίρια, ακόντια για να κυνηγήσει, αλλά, τα μέσα αυτά δεν αποτελούν δικές του εφευρέσεις. Τις δανείστηκε από τα ζώα του περιβάλλοντός του. Το κόκκαλο της κνήμης υπήρξε πιθανότατα το πρώτο ρόπαλο και το κοφτερό δόντι της τίγρης, το πρώτο μαχαίρι. Τα μυτερά, ίσια κέρατα της αντιλόπης έγιναν σπαθιά και το σαγόνι της, με το κοφτερό δόντι στην άκρη, στιλέτο. Αργότερα, ο άνθρωπος κατασκεύασε τα όπλα του από πέτρα και μέταλλα, αλλά, δεν ξέφυγε ποτέ από τα πρότυπα της φύσης. Για να αντισταθμίσει την αδυναμία του να τρέχει γρήγορα, έδωσε ταχύτητα στα όπλα του. Έτσι, κατασκεύασε αεροδυναμικά σπαθιά και μαχαίρια. Έφτιαξε καμάκια και βέλη. Όμως, ακόμα κι αυτά δεν ήταν δικές του εφευρέσεις. Μια από τις ανακαλύψεις των πρώτων πολυκύτταρων οργανισμών ήταν ένα κύτταρο σε μορφή αγκίστρου, που το εκτόξευε ο οργανισμός, με τόση δύναμη, ώστε μπορούσε να διαπεράσει ακόμα και το σκληρό κέλυφος ενός κάβουρα. Το ανθρώπινο τόξο μιμήθηκε το ψάρι-τοξότη, που η ειδική κατασκευή του στόματός του τού επιτρέπει να εκτοξεύει με ορμή πάνω από την επιφάνεια έναν πίδακα νερού, που παρασύρει στην πτώση του έντομα. Τα έντομα αυτά αποτελούν τη βασική τροφή του ψαριού-τοξότη. Ο άνθρωπος έβαλε δηλητήρια στα βέλη του, αλλά κι αυτή την τεχνική τη δανείστηκε από τα φίδια.
Ο άνθρωπος κατασκεύασε καμάκια και αγκίστρια για να ψαρεύει. Τα ίδια τα ψάρια διαθέτουν φυσικά σπαθιά και καμάκια και κάθε γυριστή άκρη των πτερυγίων τους αποτελεί ένα φυσικό αγκίστρι. Η κλωστή που δένει το αγκίστρι είναι ένα μέσο που εξισορροπεί την αδυναμία του ανθρώπου να πλησιάσει το θήραμά του. Όμως, η κάλυψη του αγκιστριού με το δόλωμα εφαρμόζεται ήδη από μερικά ψάρια, που εκπέμπουν μια γοητευτική ακτινοβολία από τα χείλια τους. Όποιο μικρόψαρο πλησιάσει γοητευμένο, χάνεται μέσα στο στόμα τους. Ο άνθρωπος ανακάλυψε τα δίχτυα για ψάρεμα και για κυνήγι, 400.000.000 χρόνια μετά τις αράχνες. Όσο για τις παγίδες και τα δόκανα, είναι όλες παμπάλαιες ανακαλύψεις. Σαρκοβόρα φυτά άπλωσαν τις ρίζες τους στα ρυάκια για να πιάνουν τα ψάρια. Τα στόματα όλων των σαρκοβόρων ζώων αποτελούν δόκανα που δεσμεύουν το θήραμα ανάμεσα στα κοφτερά τους δόντια.
Το λάσο, που υποτίθεται πως ανακάλυψε ο άνθρωπος, πραγματοποιήθηκε με τη γλώσσα του χαμαιλέοντα και με μιαν αράχνη, που αντί για ιστό εκτοξεύει μια κλωστή προς τα έντομα που την πλησιάζουν. Ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας τη φωτιά και άλλα μέσα που προκαλούν τρόμο, στριμώχνει τα ζώα που τον ενδιαφέρουν σε στενές χαράδρες. Η μπαρακούτνα κυνηγάει μικρόψαρα με το ίδιο σύστημα. Τα τρομάζει και τα απομονώνει σε μικρούς κόλπους, ανάμεσα στα βράχια. Τα ψάρια, όπως προσπαθούν να ξεφύγουν, πέφτουν στα δόντια της. Οι κυνηγετικές κραυγές των δελφινιών είναι εκατό φορές ισχυρότερες από του ανθρώπου. Κι ακόμα, υπάρχουν κυνηγετικά τεχνάσματα των ζώων που η πιο εκλεπτυσμένη ανθρώπινη τεχνολογία δεν έχει ακόμα καταφέρει να μιμηθεί. Υπάρχει ένα είδος νυχτερίδας που τρέφεται αποκλειστικά με ψάρια. Χρησιμοποιεί ένα φυσικό σύστημα ραντάρ από τον αέρα, που της επιτρέπει να εντοπίζει τα θηράματά της μέσα στο νερό. Πολλοί ψαράδες θα ήθελαν να ξέρουν την τεχνική του συστήματός της.
Οι πρώτοι καταναλωτές τροφής ζούσαν μέσα στο νερό, αλλά, από τη στιγμή που συγκεντρώθηκαν σε ομάδες και ανέπτυξαν το πνεύμα της συνεργασίας, βγήκαν στην επιφάνεια και αναζήτησαν τον αέρα. Το απλό κύτταρο καταναλώνει από το άμεσο περιβάλλον του τροφή, νερό και οξυγόνο. Χρειάζεται το υγρό περιβάλλον για να επιζήσει. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί τα κατάφεραν θαυμάσια με την «πρωταρχική σούπα» και τη θάλασσα, αλλά, για τον εποικισμό της ξηράς απαιτήθηκε ο σχηματισμός πολύπλοκων οργανισμών που διατηρούν στο εσωτερικό τους την υγρή κατάσταση. Μέσα στο εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού, το κάθε κύτταρο διατηρεί ακόμα τον «υγρό κόσμο» του, αλλά, ο οργανισμός, σαν σύνολο είναι ελεύθερος να διαλέξει αν θα ζήσει μέσα σε περιβάλλον από νερό ή αέρα. Ελεύθερος πια να ξεφύγει από τη θάλασσα, είναι υποχρεωμένος να προσαρμοστεί σε μια νέα διαιτολογική κατάσταση. Το νέο περιβάλλον είναι ξερό και αναγκαστικά ο οργανισμός είναι υποχρεωμένος να βρει έναν τρόπο ώστε να διατηρήσει την απαραίτητη για τη ζωή του υγρασία. Ωστόσο, παρ’ όλες τις προσπάθειές του, χάνει πάντα ένα μέρος από την υγρασία του κι αυτό δημιουργεί μια καινούργια ανάγκη, πρόσθετη στο Παιχνίδι της Τροφής. Την ανάγκη τού να πίνει νερό. Έχουμε λοιπόν άλλο ένα στοιχείο στον ήδη περίπλοκο μηχανισμό της συμπεριφοράς της διατροφής.
Ο κάθε καταναλωτής προσάρμοσε το σώμα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με την τροφή της προτίμησής του. Η τροφή, από τη μεριά της, για να μην πέσει θύμα της προτίμησης του καταναλωτή της, δημιούργησε αμυντικούς μηχανισμούς, για να τον απογοητεύσουν. Υπάρχουν αμέτρητες εφαρμογές αυτής της αρχής. Υπάρχουν μικροπεταλούδες που απέκτησαν το χρώμα των δέντρων που κατοικούν για να μην τις βρίσκουν τα πουλιά. Άλλες, πάλι, δημιούργησαν ένα πολύχρωμο, φανταχτερό κάλυμμα, που μοιάζει με μάτι τεράστιου ζώου και φοβίζει τους καταναλωτές τους. Το παιχνίδι συνεχίζεται, με την απίστευτη εφευρετικότητα των αντιπάλων.
Όλες αυτές οι σχέσεις ανάμεσα στα είδη – προσαρμογής του καταναλωτή ως προς την τροφή, αναπροσαρμογή της τροφής για την άμυνά της – αποτελούν αυτό που ονομάζουν οι οικολόγοι αλυσίδα της τροφής. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η ονομασία αυτή είναι παραπλανητική, επειδή υπονοεί μόνο ευθυγραμμισμένη σχέση ανάμεσα στις τροφές και στους καταναλωτές της. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως η ψείρα τρώει το χυμό των φυτών, πως οι αράχνες τρώνε τις ψείρες, πως τα ωδικά πουλιά τρώνε τις αράχνες, πως τα γεράκια καταβροχθίζουν τα μικρά ωδικά πουλιά. Αλλά, τα ωδικά πουλιά δεν τρώνε μόνο αράχνες. Τρέφονται ακόμα από μύγες, κουνούπια, φρούτα και σπόρους. Τα γεράκια ποικίλλουν το διαιτολόγιό τους τρώγοντας ποντίκια και σαύρες. Έτσι, διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας πολύπλοκης διαιτολογικής σχέσης, που, με δυο λέξεις, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε σαν το πλέγμα της διατροφής.
Είναι μέλος της γήινης ζωικής οικογένειας, κι όλα τα μέλη της παίρνουν μέρος στο Παιχνίδι της Τροφής. Ακόμα και τα μωρά παίζουν, μιμούμενα τα πρότυπα των γονιών τους. ασκούνται αδιάκοπα, γιατί ξέρουν πως μόνο όσοι βρίσκουν τροφή επιζούν. Μόνον ο άνθρωπος έμαθε να παίζει το Παιχνίδι της Τροφής τόσο καλά, ώστε να απολαύσει την πολυτέλεια του καταμερισμού της εργασίας. Σήμερα, μόνο ένα μικρό μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας παίρνει μέρος στο παιχνίδι άμεσα, για λογαριασμό του είδους. Οι υπόλοιποι είμαστε ερασιτέχνες, παίζουμε μόνο ευκαιριακά, για να διασκεδάσουμε. Είμαστε ελεύθεροι να παρατηρήσουμε το παιχνίδι σαν θεατές ή να πάρουμε μέρος σε κάποιο άλλο.
Όλοι μας, σε παλαιότερες εποχές, ήμασταν άμεσοι παίκτες και μεταφέραμε την τεχνική του παιχνιδιού στις άλλες φάσεις της ζωής. Όπως ακριβώς ένας σκύλος που κοιμάται ονειρεύεται να κυνηγάει ένα λαγό και, μέσα στον ύπνο, κουνάει τα πόδια του, γρυλίζει και τρέχουν τα σάλια του. Με τον ίδιο τρόπο, εμείς εμφανίζουμε λεπτομέρειες στη συμπεριφορά μας που ανάγονται στην εποχή που παίζαμε καθημερινά το Παιχνίδι της Τροφής. Οι λεπτομέρειες αυτές μας μαθαίνουν πολλά πράγματα για την καταγωγή μας από το ζωικό βασίλειο και τις φάσεις που περάσαμε για να γίνουμε άνθρωποι.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν το παιχνίδι...
Πηγή: Ο παμφάγος πίθηκος - Lyall Watson
No comments:
Post a Comment